Anonymous

κλειδουχέω: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλειδουχέω:''' Αττ. κλῃδ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[κύριος]], [[υπεύθυνος]] των κλειδιών, <i>κλ. θεᾶς</i>, είμαι ιέρειά της, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., παρατηρούμαι [[στενά]], παραφυλάττομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''κλειδουχέω:''' Αττ. κλῃδ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[κύριος]], [[υπεύθυνος]] των κλειδιών, <i>κλ. θεᾶς</i>, είμαι ιέρειά της, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., παρατηρούμαι [[στενά]], παραφυλάττομαι, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλειδουχέω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[charge]] of the keys, κλ. θεᾶς to be her [[priestess]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be [[closely]] watched kept in [[check]], Eur. [from [[κλειδοῦχος]]
}}
}}