Anonymous

κεραύνιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''"
(1ba)
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keraynios
|Transliteration C=keraynios
|Beta Code=kerau/nios
|Beta Code=kerau/nios
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>430</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>594</span> (anap.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a thunderbolt</b>, βολαί A. l.c.; φλόξ <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>1017</span>; πέμφιξ <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>538</span>; <b class="b3">πῦρ, λαμπάδες</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>80</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ba.</span>244</span>; <b class="b3">θάνατος</b> death <b class="b2">by the thunderbolt</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.64</span>; λίθος <b class="b2">heliotrope</b>, PHolm.10.37, <span class="bibl">Porph.<span class="title">VP</span>17</span>, cf. <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>37.132</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">thundersmitten</b>, of Semele, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1139</span> (lyr.), <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>6</span>; Καπανέως κ. δέμας <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>496</span>; <b class="b3">τὰ Κεραύνια</b> the '<b class="b2">thunder-splitten peaks</b>', name of several mountain ridges, <span class="bibl">Str.6.3.5</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">κεραύνιος, ὁ</b>, kind of <b class="b2">bandage</b>, <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span>37</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[κεραύνειος]], [[Ζεύς]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>401a17</span>, <span class="title">Milet.</span>1(7).278; applied to Philip, <span class="title">AP</span>6.115 (Antip. &lt;Sid.&gt;).</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον A.''Th.''430, E.''Ba.''594 (anap.):—<br><span class="bld">A</span> [[of a thunderbolt]], βολαί A. [[l.c.]]; φλόξ Id.''Pr.''1017; πέμφιξ [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''538; [[πῦρ]], [[λαμπάδες]], E.''Tr.''80, ''Ba.''244; [[θάνατος]] death [[by the thunderbolt]], Call.''Aet.''3.1.64; λίθος [[heliotrope]], PHolm.10.37, Porph.''VP''17, cf. Plin.''HN''37.132.<br><span class="bld">2</span> [[thundersmitten]], of Semele, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1139 (lyr.), E.''Ba.''6; Καπανέως κ. δέμας Id.''Supp.''496; <b class="b3">τὰ Κεραύνια</b> the '[[thunder-splitten peaks]]', name of several mountain ridges, Str.6.3.5, etc.<br><span class="bld">3</span> [[κεραύνιος]], ὁ, kind of [[bandage]], Sor.''Fasc.''37.<br><span class="bld">II</span> = [[κεραύνειος]], [[Ζεύς]] Arist.''Mu.''401a17, ''Milet.''1(7).278; applied to Philip, ''AP''6.115 (Antip. <Sid.>).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1422.png Seite 1422]] auch 2 Endgn, zum Donnerkeil gehörig; φλὸξ [[κεραυνία]] Aesch. Prom. 1019; βολαὶ κεραύνιοι Spt. 412; πῦρ, Blitz, Eur. Tr. 80; λαμπάσιν κεραυνίοις u. κεραυνίαις, Bacch. 244 Suppl. 1011; vom Blitz getroffen, Καπανέως [[δέμας]] 512; vgl. ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ, von der Semele, Soph. Ant. 1126, wie Eur. Bacch. 6. Aber bei Antp. Sid. 18 (VI, 115) ehrendes Beiwort des Philipp, wie [[κεραύνειος]]; auch [[Ζεύς]], der Donnerer, Arist. mund. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1422.png Seite 1422]] auch 2 Endgn, zum Donnerkeil gehörig; φλὸξ [[κεραυνία]] Aesch. Prom. 1019; βολαὶ κεραύνιοι Spt. 412; πῦρ, Blitz, Eur. Tr. 80; λαμπάσιν κεραυνίοις u. κεραυνίαις, Bacch. 244 Suppl. 1011; vom Blitz getroffen, Καπανέως [[δέμας]] 512; vgl. ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ, von der Semele, Soph. Ant. 1126, wie Eur. Bacch. 6. Aber bei Antp. Sid. 18 (VI, 115) ehrendes Beiwort des Philipp, wie [[κεραύνειος]]; auch [[Ζεύς]], der Donnerer, Arist. mund. 7.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κεραύνιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 430· ― ἀνήκων εἰς τὸν κεραυνόν, βολαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φλὸξ ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1017· [[πέμφιξ]] Σοφ. Ἀποσπ. 483· πῦρ, λαμπὰς Εὐρ. Τρῳ. 80, Βάκχ. 244. 2) ὁ ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Σοφ. Ἀντ. 1139· Καπανέως [[κεραύνιον]] [[δέμας]] Εὐρ. Ἱκέτ. 496, πρβλ. Βάκχ. 6· ― τὰ κεραύνια, αἱ ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ πληττόμεναι κορυφαὶ πολλῶν σειρῶν ὀρέων, Στράβ. 281, κτλ., Οὐεργ. Αἰν. 3. 506· [[ὡσαύτως]], Acroceraunia. ΙΙ. = [[κεραύνειος]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 2· Ζανὶ Ἀνθ. Π. 7. 44.
|btext<i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui concerne la foudre]], [[de la foudre]];<br /><b>2</b> [[frappé de la foudre]].<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεραύνιος -α -ον [κεραυνός] f. ook -ος bliksem-:. πλῆκτρον πυρὸς κεραυνίου projectiel van bliksemvuur Eur. Alc. 129. getroffen door de bliksem:. ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ met uw door de bliksem getroffen moeder Soph. Ant. 1139.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne la foudre, de la foudre;<br /><b>2</b> frappé de la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]].
|elrutext='''κεραύνιος:''' и 3<br /><b class="num">1</b> [[громовой]], [[грозовой]] ([[φλόξ]], βολαί Aesch.; [[πέμφιξ]] Soph.; πλαγή, λαμπάδες, [[πλῆκτρον]] Eur.; [[πῦρ]], ὕδατα καὶ πνεύματα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[поражающий громом]] ([[Ζεύς]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[пораженный громом]] (''[[sc.]]'' [[Σεμέλη]] Soph.; Καπανέως [[δέμας]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[κεραύνιος]], -ία -ον, Α καί -ος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, [[κεραυνόπληκτος]]<br /><b>2.</b> [[κεραύνειος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεραύνιος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κεραυνία]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το [[μικρόν]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κεραύνιον]]<br />α) το [[φυτό]] ύδνον το θερινόν<br />β) [[σημείο]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κριτικοί για [[δήλωση]] φθαρμένων χωρίων συγγραφέων<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεραύνια</i><br />i) κορυφές που πλήττονται από τον κεραυνό<br />ii) ως [[τοπωνύμιο]] πολλών βουνών («τὰ Κεραύνια δ' ὁμοίως ὄρη κλείει πρὸς αὐτὸν τὸ [[στόμα]] τοῡ Ἰονίου κόλπου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κεραυνία]] [[λίθος]]» — το [[ηλιοτρόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]]. Η ονομ. του φυτού οφείλεται στο ότι οι αρχαίοι πίστευαν [[είτε]] ότι προστάτευε από τον κεραυνό [[είτε]] ότι φύτρωνε στο [[σημείο]] πτώσεως ενός κεραυνού].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[κεραύνιος]], -ία -ον, Α καί -ος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, [[κεραυνόπληκτος]]<br /><b>2.</b> [[κεραύνειος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κεραύνιος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κεραυνία]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το [[μικρόν]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κεραύνιον]]<br />α) το [[φυτό]] ύδνον το θερινόν<br />β) [[σημείο]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κριτικοί για [[δήλωση]] φθαρμένων χωρίων συγγραφέων<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεραύνια</i><br />i) κορυφές που πλήττονται από τον κεραυνό<br />ii) ως [[τοπωνύμιο]] πολλών βουνών («τὰ Κεραύνια δ' ὁμοίως ὄρη κλείει πρὸς αὐτὸν τὸ [[στόμα]] τοῦ Ἰονίου κόλπου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κεραυνία]] [[λίθος]]» — το [[ηλιοτρόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]]. Η ονομ. του φυτού οφείλεται στο ότι οι αρχαίοι πίστευαν [[είτε]] ότι προστάτευε από τον κεραυνό [[είτε]] ότι φύτρωνε στο [[σημείο]] πτώσεως ενός κεραυνού].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραύνιος:''' -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον κεραυνό, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> χτυπημένος από κεραυνό, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''κεραύνιος:''' -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τον κεραυνό, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> χτυπημένος από κεραυνό, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεραύνιος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> громовой, грозовой ([[φλόξ]], βολαί Aesch.; [[πέμφιξ]] Soph.; πλαγή, λαμπάδες, [[πλῆκτρον]] Eur.; [[πῦρ]], ὕδατα καὶ πνεύματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> поражающий громом ([[Ζεύς]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> пораженный громом (sc. [[Σεμέλη]] Soph.; Καπανέως [[δέμας]] Eur.).
|lstext='''κεραύνιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 430· ― ἀνήκων εἰς τὸν κεραυνόν, βολαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φλὸξ ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1017· [[πέμφιξ]] Σοφ. Ἀποσπ. 483· πῦρ, λαμπὰς Εὐρ. Τρῳ. 80, Βάκχ. 244. 2) ὁ ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Σοφ. Ἀντ. 1139· Καπανέως [[κεραύνιον]] [[δέμας]] Εὐρ. Ἱκέτ. 496, πρβλ. Βάκχ. 6· ― τὰ κεραύνια, αἱ ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ πληττόμεναι κορυφαὶ πολλῶν σειρῶν ὀρέων, Στράβ. 281, κτλ., Οὐεργ. Αἰν. 3. 506· [[ὡσαύτως]], Acroceraunia. ΙΙ. = [[κεραύνειος]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 2· Ζανὶ Ἀνθ. Π. 7. 44.
}}
{{elnl
|elnltext=κεραύνιος -α -ον [κεραυνός] f. ook -ος bliksem-:. πλῆκτρον πυρὸς κεραυνίου projectiel van bliksemvuur Eur. Alc. 129. getroffen door de bliksem:. ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ met uw door de bliksem getroffen moeder Soph. Ant. 1139.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεραύνιος]], η, ον<br /><b class="num">1.</b> of a [[thunderbolt]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[thunder]]-smitten, Soph., Eur.
|mdlsjtxt=[[κεραύνιος]], η, ον<br /><b class="num">1.</b> of a [[thunderbolt]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[thunder]]-smitten, Soph., Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[blasted with the thunderbolt]], [[of a thunderbolt]], [[struck by the thunderbolt]]
}}
}}