Anonymous

μαλακαίπους: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malakaipous
|Transliteration C=malakaipous
|Beta Code=malakai/pous
|Beta Code=malakai/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for <b class="b3">μαλακόπους</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">treading softly</b>, Ὧραι <span class="bibl">Theoc.15.103</span> (s.v.l.).</span>
|Definition=ὁ, ἡ, μαλακαίπουν, τό, gen. ποδος, ''poet.'' for [[μαλακόπους]], [[treading softly]], Ὧραι Theoc.15.103 ([[si vera lectio|s.v.l.]]).
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />[[aux pieds délicats]].<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]], [[πούς]].
}}
{{pape
|ptext=-ποδος, <i>zartfüßig od. [[sanft]] [[einherschreitend]]</i>, Ὁραι, Theocr. 15.103.
}}
{{elru
|elrutext='''μαλακαίπους:''' 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] μαλακαὶ πόδες и πόδας).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκαίπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.
|lstext='''μᾰλᾰκαίπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />aux pieds délicats.<br />'''Étymologie:''' [[μαλακός]], [[πούς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰλᾰκαίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί [[μαλακόπους]], αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό [[περπάτημα]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μᾰλᾰκαίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί [[μαλακόπους]], αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό [[περπάτημα]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαλακαίπους:''' 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v. l. μαλακαὶ πόδες и πόδας).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰλᾰκαί-πους, [poetic for [[μαλακόπους]],]<br />[[soft]]-footed, treading [[softly]], Theocr.
|mdlsjtxt=μᾰλᾰκαί-πους, [poetic for [[μαλακόπους]],]<br />[[soft]]-footed, treading [[softly]], Theocr.
}}
}}