Anonymous

λιβάζω: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐβάζω:''' [ᾰ], μέλ. <i>λιβάσω</i> ([[λιβάς]]) = [[λείβω]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει σε σταγόνες — Μέσ., ρέω σε σταγόνες, [[στάζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λῐβάζω:''' [ᾰ], μέλ. <i>λιβάσω</i> ([[λιβάς]]) = [[λείβω]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει σε σταγόνες — Μέσ., ρέω σε σταγόνες, [[στάζω]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λιβάς]]<br />=[[λείβω]], to let [[fall]] in drops:— Mid. to run out in drops, [[trickle]], Anth.
}}
}}