Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀκριάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκριάομαι:''' Παθ. ([[ὄκρις]]), [[γίνομαι]] [[τραχύς]] ή [[γεμάτος]] προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὀκριάομαι:''' Παθ. ([[ὄκρις]]), [[γίνομαι]] [[τραχύς]] ή [[γεμάτος]] προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀκριάομαι]], [[ὄκρις]]<br />Pass. to be made [[rough]] or [[jagged]]: metaph. to be exasperated, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]] Od.
}}
}}