Anonymous

ὁμοίιος: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(28)
(1ba)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br />(για τα [[γηρατειά]], τον πόλεμο και τον θάνατο) [[κακός]], [[ολέθριος]] ή αυτός που [[είναι]] [[κοινός]] για όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που [[είναι]] [[κοινός]], όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ. εκτεταμένο τ. του επιθ. [[ὁμοῖος]] (<b>πρβλ.</b> <i>γελοίιος</i>: [[γελοῖος]]). Κατ' άλλους, η λ. έχει τη σημ. «[[κακός]], [[ολέθριος]]» και προέρχεται από αμάρτυρο <i>ὀμο</i>-<i>Fιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομο</i>-<i>F</i><i>ā</i>, τ. ο [[οποίος]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>amĭv</i><i>ā</i> «[[πόνος]], [[βάσανο]], [[ενόχληση]]» (<b>πρβλ.</b> [[ανία]])].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όμοιος</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br />(για τα [[γηρατειά]], τον πόλεμο και τον θάνατο) [[κακός]], [[ολέθριος]] ή αυτός που [[είναι]] [[κοινός]] για όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που [[είναι]] [[κοινός]], όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ. εκτεταμένο τ. του επιθ. [[ὁμοῖος]] (<b>πρβλ.</b> <i>γελοίιος</i>: [[γελοῖος]]). Κατ' άλλους, η λ. έχει τη σημ. «[[κακός]], [[ολέθριος]]» και προέρχεται από αμάρτυρο <i>ὀμο</i>-<i>Fιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομο</i>-<i>F</i><i>ā</i>, τ. ο [[οποίος]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>amĭv</i><i>ā</i> «[[πόνος]], [[βάσανο]], [[ενόχληση]]» (<b>πρβλ.</b> [[ανία]])].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁμοίιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όμοιος</i>.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁμοίϊος]], ον, [epic for [[ὅμοιος]], ον, Il.] [ῑ metri grat. [[before]] a [[long]] syll.]
}}
}}