Anonymous

παρακελεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακελεύομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], [[συμβουλεύω]], [[παραγγέλλω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[παρακελεύομαι]] [[ταῦτα]], [[δίνω]] αυτή τη [[συμβουλή]], σε Πλάτ.· επίσης, <i>παρακελεύομαί τινι</i>, με απαρ., στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακινώ]], <i>τοιαῦτα παρακελευσάμενος</i>, έχοντας δώσει αυτές τις διαταγές, σε Θουκ.· απόλ., ενθαρρύνομαι ο [[ένας]] τον [[άλλο]] με φωνές, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> <i>παρακεκέλευστο</i> με Παθ. [[σημασία]], διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.
|lsmtext='''παρακελεύομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], [[συμβουλεύω]], [[παραγγέλλω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[παρακελεύομαι]] [[ταῦτα]], [[δίνω]] αυτή τη [[συμβουλή]], σε Πλάτ.· επίσης, <i>παρακελεύομαί τινι</i>, με απαρ., στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[παρακινώ]], <i>τοιαῦτα παρακελευσάμενος</i>, έχοντας δώσει αυτές τις διαταγές, σε Θουκ.· απόλ., ενθαρρύνομαι ο [[ένας]] τον [[άλλο]] με φωνές, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> <i>παρακεκέλευστο</i> με Παθ. [[σημασία]], διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to [[order]] one to do a [[thing]], [[advise]], [[prescribe]], τί τινι Hdt., Thuc., etc.; π. [[ταῦτα]] to [[give]] [[this]] [[advice]], Plat.;—also, π. τινι, c. inf., Plat., Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[exhort]], τοιαῦτα παρακελευσάμενος having delivered [[this]] [[address]], Thuc.:—absol. to [[encourage]] one [[another]] by shouting, Hdt.<br /><b class="num">III.</b> παρακεκέλευστο in [[pass]]. [[sense]], orders had been given, Hdt.
}}
}}