Anonymous

περιτροπή: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(1ba)
mNo edit summary
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=περιτροπή
|Medium diacritics=περιτροπή
|Low diacritics=περιτροπή
|Capitals=ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ
|Transliteration A=peritropḗ
|Transliteration B=peritropē
|Transliteration C=peritropi
|Beta Code=peritroph/
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">1</span>[[turning round]], [[revolution]], ἐτέων περιτροπάς Semon.1.8, cf. Pl.Tht.209e; ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις… περιφορὰς συνάπτωσι Id.R.546a; περιτροπὴ ἔτους Wilcken Chr.27.32 (ii A. D.): [[proverb|prov.]], [[ὑπέρου περιτροπή]] = [[spin]]ning the [[pestle]], v. [[ὕπερος]] 1.<br><span class="bld">2</span> [[turning about]], [[changing]], [[ἐν περιτροπῇ]] = [[by turns]], [[one after another]], Hdt.2.168,3.69; [[ἐκ περιτροπῆς]] D.H.5.2, Aristid.Or.43(1).24, BGU149.9(ii/iii A. D.), D.C.53.1; [[ἐκ τῆς περιτροπῆς]] Id.54.19.<br><span class="bld">3</span> [[overturning]], ὠθισμοὶ καὶ π. ἀλλήλων Plu.2.639f.<br><span class="bld">b</span> Rhet., ἡ περιτροπὴ τοῦ λόγου = [[turning]] an [[opponent]]'s [[argument]]s against himself, S.E.P.2.128, al., cf. Dam.Pr.13.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] ἡ, das Umkehren, Plat. Theaet. 209 d; ὑπέρου π., von Dingen, mit denen man nicht zu Stande kommt, Phot. u. Suid. aus Plat. com.; – Umwechseln, ἐν περιτροπῇ, reihum, Einer nach dem Andern, Her. 2, 168. 3, 69; ἐκ περιτροπῆς, D. Hal. 5, 2; – das Umwerfen, beim Ringen, Plut. Symp. 2, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] ἡ, das [[Umkehren]], Plat. Theaet. 209 d; ὑπέρου π., von Dingen, mit denen man nicht zu Stande kommt, Phot. u. Suid. aus Plat. com.; – Umwechseln, ἐν περιτροπῇ, reihum, Einer nach dem Andern, Her. 2, 168. 3, 69; [[ἐκ περιτροπῆς]], D. Hal. 5, 2; – das [[Umwerfen]], beim Ringen, Plut. Symp. 2, 5.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[retour périodique]] <i>ou</i> par alternance ; [[ἐν]] περιτροπῄ à tour de rôle, successivement;<br /><b>2</b> [[action de renverser en faisant tourner]].<br />'''Étymologie:''' [[περιτρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιτροπή''': , [[περιστροφή]], [[κύκλος]], Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· [[ὅταν]] περιτροπαὶ ἑκάστοις... περιτροπὰς ξυνάπτωσι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Α· ἐτέων περιτροπὰς Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1.8· ― παροιμ., ὑπέρου π., ἴδε [[ὕπερος]] Ι. 2) ἐν περιτροπῇ, ὁ εἷς [[μετὰ]] τὸν ἕτερον, κατὰ διαδοχήν, ἢ περιοδικῶς, τάδε δὲ ἐν περιτροπῇ ἐκαρποῦντο, καὶ οὐδαμὰ ωὑτοὶ Ἡρόδ. 2. 168., 3. 69· ἐκ περιτροπῆς Διον. Ἁλ. 5. 2, Δίων Κ. 53. 1. 3) [[ἀνατροπή]], ὠθισμοὶ καὶ π. [[ἀλλήλων]] Πλούτ. 2. 639F· ― ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ π. τοῦ λόγου, ἀνατροπὴ τοῦ ἀντιπάλου διὰ τῶν ἰδίων [[αὐτοῦ]] ἐπιχειρημάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 128, κτλ.
|elnltext=περιτροπή -ῆς, ἡ [περιτρέπω] [[omkering]], [[omdraaiing]]. [[afwisseling]], beurt:. ἐν περιτροπῇ om de beurt Hdt. 2.168.2.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῆς () :<br /><b>1</b> retour périodique <i>ou</i> par alternance ; [[ἐν]] περιτροπῄ à tour de rôle, successivement;<br /><b>2</b> action de renverser en faisant tourner.<br />'''Étymologie:''' [[περιτρέπω]].
|elrutext='''περιτροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[вращение]]: σκυτάλης ἢ ὑπέρου π. погов. Plat. (бесплодное) вращение палки или песта, т. е. толчение воды в ступе;<br /><b class="num">2</b> [[круговорот]], [[чередование]], [[цикл]], [[круг]] (περιτροπαὶ βραχύποροι Plat.): ἐν περιτροπῇ Her. чередуясь, посменно;<br /><b class="num">3</b> [[опрокидывание]] (περιτροπαὶ [[ἀλλήλων]] Plut.): ἡ π. τοῦ λόγου Sext. обращение доказательства, т. е. использование довода противника против него самого.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιτρέπω]]<br /><b>φρ.</b> «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη [[σειρά]], αλληλοδιαδόχως, με κανονική [[εναλλαγή]] της [[σειράς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μετατροπή]], [[εναλλαγή]] («[[μηδαμῶς]] συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], κυκλική [[κίνηση]] («ἐτέων περιτροπάς», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατροπή]], [[αναποδογύρισμα]] («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ [[ἀλλήλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτροπὴ τοῡ λόγου» — το να στρέφει [[κάποιος]] [[εναντίον]] του αντιπάλου του το [[επιχείρημα]] που προέβαλε [[εκείνος]]<br />β) <b>παροιμ.</b> «ὑπέρου [[περιτροπή]]» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν [[κάτι]] πολλές φορές [[χωρίς]] να κατορθώνουν [[τίποτε]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιτρέπω]]<br /><b>φρ.</b> «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη [[σειρά]], αλληλοδιαδόχως, με κανονική [[εναλλαγή]] της [[σειράς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μετατροπή]], [[εναλλαγή]] («[[μηδαμῶς]] συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], κυκλική [[κίνηση]] («ἐτέων περιτροπάς», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατροπή]], [[αναποδογύρισμα]] («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ [[ἀλλήλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτροπὴ τοῦ λόγου» — το να στρέφει [[κάποιος]] [[εναντίον]] του αντιπάλου του το [[επιχείρημα]] που προέβαλε [[εκείνος]]<br />β) <b>παροιμ.</b> «ὑπέρου [[περιτροπή]]» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν [[κάτι]] πολλές φορές [[χωρίς]] να κατορθώνουν [[τίποτε]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιτροπή:''' ἡ ([[περιτρέπω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μεταβολή]], [[περιστροφή]], [[περιφορά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανατροπή]], [[αλλαγή]], <i>ἐν περιτροπῇ</i>, κατά [[διαδοχή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περιτροπή:''' ἡ ([[περιτρέπω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μεταβολή]], [[περιστροφή]], [[περιφορά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανατροπή]], [[αλλαγή]], <i>ἐν περιτροπῇ</i>, κατά [[διαδοχή]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιτροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> вращение: σκυτάλης ἢ ὑπέρου π. погов. Plat. (бесплодное) вращение палки или песта, т. е. толчение воды в ступе;<br /><b class="num">2)</b> круговорот, чередование, цикл, круг (περιτροπαὶ βραχύποροι Plat.): ἐν περιτροπῇ Her. чередуясь, посменно;<br /><b class="num">3)</b> опрокидывание (περιτροπαὶ [[ἀλλήλων]] Plut.): ἡ π. τοῦ λόγου Sext. обращение доказательства, т. е. использование довода противника против него самого.
|lstext='''περιτροπή''': , [[περιστροφή]], [[κύκλος]], Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· [[ὅταν]] περιτροπαὶ ἑκάστοις... περιτροπὰς ξυνάπτωσι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Α· ἐτέων περιτροπὰς Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1.8· ― παροιμ., ὑπέρου π., ἴδε [[ὕπερος]] Ι. 2) ἐν περιτροπῇ, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἕτερον, κατὰ διαδοχήν, ἢ περιοδικῶς, τάδε δὲ ἐν περιτροπῇ ἐκαρποῦντο, καὶ οὐδαμὰ ωὑτοὶ Ἡρόδ. 2. 168., 3. 69· ἐκ περιτροπῆς Διον. Ἁλ. 5. 2, Δίων Κ. 53. 1. 3) [[ἀνατροπή]], ὠθισμοὶ καὶ π. [[ἀλλήλων]] Πλούτ. 2. 639F· ― ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ π. τοῦ λόγου, ἀνατροπὴ τοῦ ἀντιπάλου διὰ τῶν ἰδίων [[αὐτοῦ]] ἐπιχειρημάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 128, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=περιτροπή -ῆς, ἡ [περιτρέπω] omkering, omdraaiing. afwisseling, beurt:. ἐν περιτροπῇ om de beurt Hdt. 2.168.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιτροπή]], ἡ, [[περιτρέπω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[turning]] [[round]], [[revolution]], [[circuit]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> a [[turning]] [[about]], changing, ἐν περιτροπῇ by turns, Hdt.
|mdlsjtxt=[[περιτροπή]], ἡ, [[περιτρέπω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[turning]] [[round]], [[revolution]], [[circuit]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> a [[turning]] [[about]], changing, ἐν περιτροπῇ by turns, Hdt.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[revolution]], [[revolving motion]]
}}
{{trml
|trtx====[[revolution]]===
Arabic Moroccan Arabic: دورة‎; Armenian: պտույտ; Asturian: revolución; Bulgarian: въртене; Catalan: revolució; Chinese Mandarin: 旋轉/旋转; Dutch: [[omwenteling]]; Finnish: kierros, pyörähdys; French: [[tour]], [[révolution]]; Galician: revolución; German: [[Umdrehung]]; Greek: [[περιστροφή]]; Ancient Greek: [[περιστροφή]]; Hindi: परिक्रमण, भ्रमण, परिभ्रमण; Hungarian: fordulat, forgás; Indonesian: revolusi; Japanese: 回転; Kurdish Central Kurdish: خول‎; Latin: [[revolutio]]; Luxembourgish: Ëmdréiung; Malay: pusingan; Manx: cassey, çhyndaa; Maori: hurihanga, whananga; Norwegian Bokmål: rotasjon, omdreining; Nynorsk: omdreiing; Persian: گشتن‎, بازگشتن‎; Polish: obrót; Portuguese: [[revolução]], [[rotação]], [[giro]]; Russian: [[вращение]], [[оборот]]; Spanish: [[revolución]]; Swahili: geuza; Swedish: rotation; Turkish: döngü; Walloon: toû; Welsh: amdro, amdroeon
===[[rotation]]===
Afrikaans: rotasie; Amharic: ሽክርክር; Arabic: دَوْرَة; Armenian: պտույտ; Belarusian: вярчэнне; Bulgarian: въртене; Chinese Mandarin: [[迴轉]], [[回转]], [[旋轉]], [[旋转]], [[自轉]], [[自转]]; Dutch: [[rotatie]]; Finnish: pyöriminen; French: [[rotation]]; Galician: rotación; German: [[Rotation]]; Greek: [[περιστροφή]]; Ancient Greek: [[δίνευμα]], [[δίνη]], [[δίνημα]], [[δίνησις]], [[δῖνος]], [[εἴλησις]], [[ἐπιστροφή]], [[περιαγωγή]], [[περιδίνησις]], [[περιστροφή]], [[περιτροπή]], [[περιφορά]], [[περιχώρησις]], [[στροφή]], [[φορά]]; Hindi: घूर्णन; Indonesian: putaran, rotasi; Italian: [[rotazione]]; Japanese: 回転, 自転; Kazakh: айналу; Korean: 순환(循環); Latin: [[rotatio]]; Malay: putaran; Malayalam: തിരിയല്, ഭ്രമണം; Maori: tāwhirowhironga; Old English: ymbhwyrft, wendung; Ottoman Turkish: چرخ; Persian: چَرْخِش; Polish: obracanie; Portuguese: [[rotação]]; Russian: [[вращение]]; Spanish: [[rotación]]; Swedish: rotation; Tagalog: inog; Telugu: భ్రమణం; Thai: การหมุน; Turkish: devir, deveran, dönüş, rotasyon; Ukrainian: обертання, верті́ння
===[[shipwreck]]===
Breton: peñse; Bulgarian: корабокрушение; Catalan: naufragi; Czech: ztroskotání; Danish: forlis, skibbrud, skibsforlis; Dutch: [[schipbreuk]]; Erzya: венчколамо; Finnish: haaksirikko; French: [[naufrage]]; Galician: naufraxe, naufraxio; German: [[Schiffbruch]]; Greek: [[ναυάγιο]]; Ancient Greek: [[ἁλιφθορία]], [[ἀλιφθορίη]], [[ναυαγία]], [[ναυαγίη]], [[ναυφθορία]], [[ἔκπτωσις]], [[περιτροπή]], [[φθορά]], [[φθορή]]; Hungarian: hajótörés; Ingrian: haaveri; Italian: [[naufragio]]; Latin: [[naufragium]]; Macedonian: бродолом; Maori: waka papaea, paeārautanga; Norman: naûfrage; Norwegian Bokmål: skipsvrak; Nynorsk: skipsvrak; Old English: sċipġebroc; Plautdietsch: Scheppbruch; Portuguese: [[naufrágio]]; Romanian: naufragiu; Russian: [[кораблекрушение]]; Serbo-Croatian: brȍdolom; Spanish: [[naufragio]]; Swedish: skeppsbrott, förlisning; Ukrainian: корабельна аварія, аварія корабля
}}
}}