Anonymous

πη: Difference between revisions

From LSJ
768 bytes added ,  10 January 2019
1ba
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πη:''' ή πῃ, Ιων. κῃ, Δωρ. πᾳ· εγκλιτ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> του τρόπου, κατά κάποιο τρόπο, κάπως, <i>οὔ πη</i>, [[ουδόλως]], [[καθόλου]], σε Όμηρ.· [[οὐδέ]] τί πη, σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὕτω]] πη, κατά κάποιο τέτοιο τρόπο, κάπως έτσι, στο ίδ.· <i>τῇδέπῃ</i>, σε Πλάτ.· [[ἄλλῃ]] γέ πῃ, στον ίδ.· <i>εἴ πῃ</i>, εάν κατά κάποιο τρόπο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> του τόπου, δίπλα σε κάποιο [[μέρος]], σε κάποιο [[μέρος]], σε [[κάθε]], οποιοδήποτε [[μέρος]], σε Όμηρ.· με γεν., ἦ πῄ με [[πολίων]] ἄξεις; θα με μεταφέρεις σε κάποια πόλη; σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> σε κάποιο [[μέρος]], [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] [[παντού]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> πῇ [[μέν]]..., <i>πῇ δέ..</i>., απ' τη μια [[μεριά]]..., απ' την [[άλλη]]..., σε Πλούτ.· [[μερικώς]]..., εν μέρει..., σε Ξεν. <b>Β.πῆ</b> ή πῇ; Ιων. κῆ; Δωρ. πᾶ; ερωτημ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> του τρόπου, κατά ποιο τρόπο; πώς; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>πὴ δή;</i> πώς μου είπες; στο ίδ.· πῆ [[μάλιστα]]; πώς ακριβώς; σε Πλάτ.· επίσης σε πλάγιες ερωτήσεις, <i>ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῆ ἀποβήσεται</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με ποιο σκοπό; για ποιο λόγο; Λατ. [[quorsum]]? σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> του τόπου, σε ποιο [[μέρος]]; Λατ. [[qua]]? <i>πῆἔβη Ἀνδρομάχη;</i> σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πᾶ τις τράποιτ' ἄν; σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> σπανιότερα όπως [[ποῦ]]; πού; σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πᾶ πᾶ κειται</i>, σε Σοφ.· επίσης σε πλάγιες ερωτήσεις με γεν., <i>ἐπειρώτα</i>, <i>κῆ γῆς..</i>., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πη:''' ή πῃ, Ιων. κῃ, Δωρ. πᾳ· εγκλιτ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> του τρόπου, κατά κάποιο τρόπο, κάπως, <i>οὔ πη</i>, [[ουδόλως]], [[καθόλου]], σε Όμηρ.· [[οὐδέ]] τί πη, σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὕτω]] πη, κατά κάποιο τέτοιο τρόπο, κάπως έτσι, στο ίδ.· <i>τῇδέπῃ</i>, σε Πλάτ.· [[ἄλλῃ]] γέ πῃ, στον ίδ.· <i>εἴ πῃ</i>, εάν κατά κάποιο τρόπο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> του τόπου, δίπλα σε κάποιο [[μέρος]], σε κάποιο [[μέρος]], σε [[κάθε]], οποιοδήποτε [[μέρος]], σε Όμηρ.· με γεν., ἦ πῄ με [[πολίων]] ἄξεις; θα με μεταφέρεις σε κάποια πόλη; σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> σε κάποιο [[μέρος]], [[κάπου]], [[οπουδήποτε]] [[παντού]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> πῇ [[μέν]]..., <i>πῇ δέ..</i>., απ' τη μια [[μεριά]]..., απ' την [[άλλη]]..., σε Πλούτ.· [[μερικώς]]..., εν μέρει..., σε Ξεν. <b>Β.πῆ</b> ή πῇ; Ιων. κῆ; Δωρ. πᾶ; ερωτημ. [[μόριο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> του τρόπου, κατά ποιο τρόπο; πώς; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>πὴ δή;</i> πώς μου είπες; στο ίδ.· πῆ [[μάλιστα]]; πώς ακριβώς; σε Πλάτ.· επίσης σε πλάγιες ερωτήσεις, <i>ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῆ ἀποβήσεται</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με ποιο σκοπό; για ποιο λόγο; Λατ. [[quorsum]]? σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> του τόπου, σε ποιο [[μέρος]]; Λατ. [[qua]]? <i>πῆἔβη Ἀνδρομάχη;</i> σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πᾶ τις τράποιτ' ἄν; σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> σπανιότερα όπως [[ποῦ]]; πού; σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πᾶ πᾶ κειται</i>, σε Σοφ.· επίσης σε πλάγιες ερωτήσεις με γεν., <i>ἐπειρώτα</i>, <i>κῆ γῆς..</i>., σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> of Manner, in [[some]] way, [[somehow]], οὔ πη not in any way, not at all, Hom.; [[οὐδέ]] τί πη Il.; [[οὕτω]] πη in [[some]] [[such]] way, [[somehow]] so, Il.; τῇδέ πη Plat.; [[ἄλλῃ]] γέ πη Plat.; εἴ πη if any way, Plat.<br /><b class="num">II.</b> of Space, by [[some]] way, to [[some]] [[place]], to any [[place]], Hom.: —c. gen., ἦ πή με [[πολίων]] ἄξεις; wilt thou [[carry]] me to [[some]] [[city]]? Il.<br /><b class="num">2.</b> in [[some]] [[place]], [[somewhere]], [[anywhere]], Od., [[attic]]<br /><b class="num">3.</b> πῆ μέν . . , πῆ δέ . . , on one [[side]] . . , on the [[other]] . . , Plut.; [[partly]] . . , [[partly]] . . , Xen.
}}
}}