Anonymous

γευστέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γευστέον:''' ρημ. επίθ. του [[γεύω]], πρέπει [[κάτι]] να υποβληθεί σε γευστική [[αποτίμηση]], [[δοκιμή]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''γευστέον:''' ρημ. επίθ. του [[γεύω]], πρέπει [[κάτι]] να υποβληθεί σε γευστική [[αποτίμηση]], [[δοκιμή]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γευστέον]], adj. verb. van [[γεύω]], men moet laten proeven, met gen. van iets. Plat. Resp. 537a.
}}
}}