Anonymous

τούμπα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(41)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[περιστροφή]] του σώματος στον αέρα με ή [[χωρίς]] [[στήριξη]] τών χεριών στο [[έδαφος]], [[κυβίστηση]]<br /><b>2.</b> [[χωμάτινος]] [[λόφος]], [[γήλοφος]], [[φυσικός]] ή [[τεχνητός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «του κάνει τούμπες» — φέρεται με [[μεγάλη]] [[δουλοπρέπεια]]<br />β) «τον έφερε [[τούμπα]]» — τον έπεισε τελικά, τον έκανε να συμφωνήσει [[μαζί]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tumba</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[τύμβος]].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] χάλκινου μουσικού οργάνου με κλειδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>tuba</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tuba</i> «[[σάλπιγγα]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[περιστροφή]] του σώματος στον αέρα με ή [[χωρίς]] [[στήριξη]] τών χεριών στο [[έδαφος]], [[κυβίστηση]]<br /><b>2.</b> [[χωμάτινος]] [[λόφος]], [[γήλοφος]], [[φυσικός]] ή [[τεχνητός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «του κάνει τούμπες» — φέρεται με [[μεγάλη]] [[δουλοπρέπεια]]<br />β) «τον έφερε [[τούμπα]]» — τον έπεισε τελικά, τον έκανε να συμφωνήσει [[μαζί]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tumba</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[τύμβος]].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] χάλκινου μουσικού οργάνου με κλειδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>tuba</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tuba</i> «[[σάλπιγγα]]»].
}}
}}