3,276,318
edits
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fallaina | |Transliteration C=fallaina | ||
|Beta Code=fa/llaina | |Beta Code=fa/llaina | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[whale]], A.''Dict.'' in ''PSI''11.1209.9, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''489b4, 521b24, 537a31, al., Str.3.2.7, Ael.''NA''9.50, 16.18, Philostr.''VA''2.14, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 6.298, Babr.39.1, Gal.6.728,737, ''UP''3.12, al., Porph.''Abst.'' 3.20.<br><span class="bld">2</span> of any [[devour]]ing [[monster]], Ar.''V.''35,39, Lyc.841.<br><span class="bld">II</span> [[moth]], Nic.''Th.''760 (Rhodian in this sense acc. to Sch.).—In late codd. (as those of Gal.) freq. written [[φάλαινα]] but cod.Rav. of Ar., and the best codd. of Arist., Str., Babr., Lyc., Nic., Philostr., and Nonn. (the Pap. of A.''Dict.'' is indistinct) have [[φάλλ]]-; cf. [[φάλλη]]; the metre requires a long first [[syllable]] in Babr., Nic., Nonn., and admits it elsewhere; in Lat. the best spelling is [[ballaena]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ἡ, s. [[φάλαινα]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ἡ, s. [[φάλαινα]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[φάλαινα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φάλλαινα:''' ἡ [[varia lectio|v.l.]] = [[φάλαινα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάλλαινα''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[κῆτος]], Λατ. bālaena. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 2,. 3. 20, 5., 4. 10, 11., 6. 12, 2, Βαβρ. 39. 1˙ [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ παντὸς ἀδηφάγου θηρίου, Λατ. bellua, Ἀριστοφ. Σφ. 35. 39, Λυκόφρ. 841. ΙΙ. «[[φάλλαινα]] ζωΰφιόν ἐστι ταῖς λυχνίαις ἐπιπετόμενον, ὃ καὶ πυραυστούμορος καὶ ψυχὴ καὶ [[ψώρα]] καλεῖται... καὶ περὶ μὲν τῆς φαλλαίνης τοῦ χερσαίου ζῳϋφίου, ὃ καὶ κανδηλοσβέστραν ἰδιωτικῶς φασιν εἴπομεν», κλπ., Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 84-85, πρβλ. Νικ. Θηρ. 760. ― Συνήθως φέρεται [[φάλαινα]] [φᾱ]˙ ἀλλὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. καὶ τὰ κράτιστα τῶν τοῦ Ἀριστ., κλπ., ἔχουσι φάλλ-˙ πρβλ. τὸ ἑπόμ. | |lstext='''φάλλαινα''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[κῆτος]], Λατ. bālaena. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 2,. 3. 20, 5., 4. 10, 11., 6. 12, 2, Βαβρ. 39. 1˙ [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ παντὸς ἀδηφάγου θηρίου, Λατ. bellua, Ἀριστοφ. Σφ. 35. 39, Λυκόφρ. 841. ΙΙ. «[[φάλλαινα]] ζωΰφιόν ἐστι ταῖς λυχνίαις ἐπιπετόμενον, ὃ καὶ πυραυστούμορος καὶ ψυχὴ καὶ [[ψώρα]] καλεῖται... καὶ περὶ μὲν τῆς φαλλαίνης τοῦ χερσαίου ζῳϋφίου, ὃ καὶ κανδηλοσβέστραν ἰδιωτικῶς φασιν εἴπομεν», κλπ., Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 84-85, πρβλ. Νικ. Θηρ. 760. ― Συνήθως φέρεται [[φάλαινα]] [φᾱ]˙ ἀλλὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. καὶ τὰ κράτιστα τῶν τοῦ Ἀριστ., κλπ., ἔχουσι φάλλ-˙ πρβλ. τὸ ἑπόμ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φάλαινα]].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[είδος]] λεπιδόπτερου εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα [[ροδιακός]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[φάλλαινα]], λόγω του χρώματος της πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, [[πρέπει]] να αναχθεί στο θηλ. <i>φαλιά</i> του επιθ. [[φαλιός]] «[[λευκός]]», το οποίο προφέρθηκε <i>φαλyᾱ</i> (σε γρήγορη [[εκφορά]] του λόγου), από όπου προήλθε αρχικά ο τ. [[φάλλη]] (ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου) και στη [[συνέχεια]] ο τ. <i>φάλλ</i>-<i>αινα</i> με κατάλ. -<i>αινα</i>, η οποία χρησιμοποιήθηκε με μειωτική σημ. (<b>πρβλ.</b> [[φάλαινα]]), λόγω του ζωηρού και ανήσυχου πετάγματος της πεταλούδας αυτής. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από τη λ. [[φάος]] / <i>φῶς</i> μέσω αμάρτυρου τ. <i>φαFεσ</i>-<i>λ</i>-<i>aν</i>-<i>ya</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φαει</i>-<i>λαινα</i> ή μέσω τ. <i>φαναινα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φανός]], αττ. τ. του [[φαεινός]], <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>) με ανομοιωτική [[τροπή]] του –<i>ν</i> σε -<i>λ</i>-. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με τη λ. [[φάλλαινα]] (Ι) (<b>βλ.</b> [[φάλαινα]]) δεν θεωρείται πιθανή. Εκτός από τη σημ. «[[πεταλούδα]] της νύχτας», η λ. απαντά στον <b>Ησύχ.</b> με σημ. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φάλαινα]].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[είδος]] λεπιδόπτερου εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα [[ροδιακός]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[φάλλαινα]], λόγω του χρώματος της πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, [[πρέπει]] να αναχθεί στο θηλ. <i>φαλιά</i> του επιθ. [[φαλιός]] «[[λευκός]]», το οποίο προφέρθηκε <i>φαλyᾱ</i> (σε γρήγορη [[εκφορά]] του λόγου), από όπου προήλθε αρχικά ο τ. [[φάλλη]] (ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου) και στη [[συνέχεια]] ο τ. <i>φάλλ</i>-<i>αινα</i> με κατάλ. -<i>αινα</i>, η οποία χρησιμοποιήθηκε με μειωτική σημ. (<b>πρβλ.</b> [[φάλαινα]]), λόγω του ζωηρού και ανήσυχου πετάγματος της πεταλούδας αυτής. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από τη λ. [[φάος]] / <i>φῶς</i> μέσω αμάρτυρου τ. <i>φαFεσ</i>-<i>λ</i>-<i>aν</i>-<i>ya</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φαει</i>-<i>λαινα</i> ή μέσω τ. <i>φαναινα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φανός]], αττ. τ. του [[φαεινός]], <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>) με ανομοιωτική [[τροπή]] του –<i>ν</i> σε -<i>λ</i>-. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με τη λ. [[φάλλαινα]] (Ι) (<b>βλ.</b> [[φάλαινα]]) δεν θεωρείται πιθανή. Εκτός από τη σημ. «[[πεταλούδα]] της νύχτας», η λ. απαντά στον <b>Ησύχ.</b> με σημ. ἡ ἐν τῇ κεφαλῇ [[θρίξ]], η οποία θα μπορούσε να αναφέρεται στον βόστρυχο (για τη σημασιολογική [[διαφορά]] <b>πρβλ.</b> τη [[χρησιμοποίηση]] της λ. [[βόστρυχος]] «[[πλεξίδα]] μαλλιών» για τη [[δήλωση]] ενός είδους εντόμου)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φάλλαινα:''' (όχι [[φάλαινα]]), <i>ἡ</i>, [[φάλαινα]], Λατ. [[balaena]], σε Βάβρ.· απ' όπου χρησιμοποιείται για [[κάθε]] [[κήτος]], Λατ. [[bellua]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''φάλλαινα:''' (όχι [[φάλαινα]]), <i>ἡ</i>, [[φάλαινα]], Λατ. [[balaena]], σε Βάβρ.· απ' όπου χρησιμοποιείται για [[κάθε]] [[κήτος]], Λατ. [[bellua]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[not [[φάλαινα]]<br />a [[whale]], Lat. ba_laena, Babr.:—[[hence]] of any [[monster]], Lat. [[bellua]], Ar. | |mdlsjtxt=[not [[φάλαινα]]<br />a [[whale]], Lat. ba_laena, Babr.:—[[hence]] of any [[monster]], Lat. [[bellua]], Ar. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''φάλλαινα''': {phállaina}<br />'''Forms''': (codd. oft [[φάλαινα]]; Silbenlänge metr. gesichert)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Walfisch]] (A.''Fr''. 464 M., Arist., Str., Nonn. usw.), von einem Ungeheuer (Ar. ''V''. 35, 39, Lyk. 841), auch [[Lichtmotte]], [[Nachtfalter]] (Nik. ''Th''. 760; nach Sch. rhodisch).<br />'''Derivative''': Kürzere Form [[φάλλη]] f. [[Walfisch]] (Lyk. 84, 394), = ἡ πετομένη [[ψυχή]] H.; φάλ<λ>αι· φάλ<λ>αιναι H.<br />'''Etymology''': Bildung wie [[λέαινα]], [[λύκαινα]] u.a., somit zunächst auf *φάλλων od. φαλλος zurückgehend; s. [[φαλλός]]. Lat. LW ''ballaena''; wegen ''b''- statt ''p''(''h'')- durch auswärtige (illyrische?) Vermittlung s. W.-Hofmann [[sub verbo|s.v.]] m. Lit. Über eine ältere Erklärung von Osthoff Etym. Parerga 321 ff. (m. reicher Lit.) s. Bq (abgelehnt).<br />'''Page''' 2,987 | |||
}} | }} |