Anonymous

ἄοζος: Difference between revisions

From LSJ
19 bytes removed ,  10 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1a)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄοζος]], ο (Α)<br />[[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του <i>όζος</i> «[[κλάδος]], [[βλαστός]] -[[γόνος]], [[σύντροφος]]» με <i>α</i>- αθροιστικό, πιθ. από [[επίδραση]] του ρ. <i>αοσσέω</i> «[[βοηθώ]]» — κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[άοζος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>σοδ</i>-<i>yos</i> «συμπορευόμενος, [[συνοδοιπόρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -<i>sodyos</i> πιθ. από ρ. <i>sed</i> «[[πηγαίνω]], [[βαδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδός]])].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄοζος]], -ον (Α)<br />[[άνοζος]], [[χωρίς]] βλαστούς.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄοζος]], ο (Α)<br />[[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του <i>όζος</i> «[[κλάδος]], [[βλαστός]] -[[γόνος]], [[σύντροφος]]» με <i>α</i>- αθροιστικό, πιθ. από [[επίδραση]] του ρ. <i>αοσσέω</i> «[[βοηθώ]]» — κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[άοζος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>σοδ</i>-<i>yos</i> «συμπορευόμενος, [[συνοδοιπόρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -<i>sodyos</i> πιθ. από ρ. <i>sed</i> «[[πηγαίνω]], [[βαδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδός]])].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄοζος]], -ον (Α)<br />[[άνοζος]], [[χωρίς]] βλαστούς.
}}
}}
{{lsm
{{lsm