3,277,121
edits
(1a) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> ως [[προσδιορισμός]] θεών, [[νυμφών]] κ.λπ. της θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλιεύς]], <b>αρχ.</b> [[άλιας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐνάλιος]], [[εἰνάλιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλιόφως</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> ως [[προσδιορισμός]] θεών, [[νυμφών]] κ.λπ. της θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλιεύς]], <b>αρχ.</b> [[άλιας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐνάλιος]], [[εἰνάλιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλιόφως</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[συνήθως]] για πράγματα) [[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άκαρπος]], [[άσκοπος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἅλιον</i><br />[[μάταια]], άσκοπα, ανώφελα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία ποιητική, και [[μάλιστα]] επική, [[λέξη]] που αντικαταστάθηκε [[κατόπιν]] από το [[επίθετο]] [[μάταιος]]. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τις συνώνυμες λ. [[ἠλίθιος]] «[[μάταιος]], [[ανωφελής]]», [[ἠλάσκω]] «[[περιπλανώμαι]], περιφέρομαι» και [[περαιτέρω]] με το ρ. <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]» δεν εξηγεί τη δάσυνση του τ. [[ἅλιος]]. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική [[σύνδεση]] του επιθ. με τις λ. <i>ἅλς</i> «[[θάλασσα]]», [[ἅλιος]] «[[θαλασσινός]]». Η σημασιολογική [[συγγένεια]] του επιθ. [[ἅλιος]] «[[μάταιος]]» με τη [[φράση]] «<i>εἰς [[ὕδωρ]] γράφειν</i>» θα δικαιολογούσε την ετυμολογική [[προέλευση]] του επιθ. από το ουσ. <i>ἅλς</i>. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η συχνή [[χρήση]] του επιθ. με το ουσ. [[βέλος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι αρχικά το επίθ. [[ἅλιος]] προσδιόριζε το ουσ. [[βέλος]] και σήμαινε «[[βέλος]] που αστοχεί, που χάνει τον στόχο του και πέφτει στη [[θάλασσα]]». Άρα, σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], το [[επίθετο]] [[ἅλιος]] σήμαινε αρχικά «[[άστοχος]]», από όπου η [[σημασία]] «[[ανώφελος]], [[άσκοπος]]» και, κατ [[επέκταση]], «ματαιος».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁλιῶ</i>].<br /><b>(III)</b><br />[[ἅλιος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δωρικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἥλιος]]<br /><b>2.</b> <b>Φιλοσ.</b> [[ἁλίζω]]<br />ο [[αριθμός]] [[εννέα]] στους Πυθαγόρειους. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |