3,276,932
edits
(36) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥηχός]]) ὁ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ῥαχός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥηχός]]) ὁ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ῥαχός]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[αβαθής]] («ρηχή [[θάλασσα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιπόλαιος]], [[επιφανειακός]], [[ελαφρόμυαλος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ρηχά</i><br />τα αβαθή μέρη της θάλασσας, τών οποίων το [[βάθος]] δεν υπερβαίνει το [[μέσο]] [[ανάστημα]] του ανθρώπου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για κάποιον που απελπίζεται και με την παραμικρή [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ιων. [[ῥηχός]] του <i>ῥᾱχός</i> «[[ακανθώδης]] [[θάμνος]], αγκαθωτά χαμόκλαδα» (<b>βλ.</b> και λ. [[ράχη]])]. | ||
}} | }} |