Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥοικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[στρεβλός]], κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.<br />β. «[[περί]] κνήμας [[ῥοικός]]», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καμπύλος]] («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br />τὸ <i>ῥοικόν</i><br />η [[στρεβλότητα]] σκέλους, το να [[είναι]] παραμορφωμένο ένα [[σκέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ῥικνός]].<br /><b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ῥοϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή [[ταχύτητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρευστός]], [[ασταθής]], [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διάρροια]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Μ [[ῥόα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ροδιά]].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[στρεβλός]], κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.<br />β. «[[περί]] κνήμας [[ῥοικός]]», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καμπύλος]] («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br />τὸ <i>ῥοικόν</i><br />η [[στρεβλότητα]] σκέλους, το να [[είναι]] παραμορφωμένο ένα [[σκέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ῥικνός]].<br /><b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ῥοϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή [[ταχύτητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρευστός]], [[ασταθής]], [[ασθενικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διάρροια]].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -όν, Μ [[ῥόα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ροδιά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm