Anonymous

ἑψία: Difference between revisions

From LSJ
19 bytes removed ,  10 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1ab)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑψία]], ἡ (Μ) [[ἕψω]]<br />[[μαγείρεμα]], [[βράσιμο]], [[ψήσιμο]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἑψία]] και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[παιχνίδι]] που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[παιχνίδι]], [[παιδιά]], [[ψυχαγωγία]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) <i>τὰ ἔψια</i><br />«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»<br /><b>4.</b> (στον <b>Ησύχ.</b>) «ἕψεια<br />παίγνια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παρ. του <i>ἑψιῶμαι</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑψία]], ἡ (Μ) [[ἕψω]]<br />[[μαγείρεμα]], [[βράσιμο]], [[ψήσιμο]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἑψία]] και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[παιχνίδι]] που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[παιχνίδι]], [[παιδιά]], [[ψυχαγωγία]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) <i>τὰ ἔψια</i><br />«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»<br /><b>4.</b> (στον <b>Ησύχ.</b>) «ἕψεια<br />παίγνια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παρ. του <i>ἑψιῶμαι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm