Anonymous

ἀκήριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1a)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκήριος]], -ιον (Α) [<i>κὴρ</i>, η]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έβλαψαν, δεν τον πείραξαν οι κήρες και <b>γεν.</b> [[άβλαβος]], [[απείραχτος]]<br /><b>2.</b> [[αβλαβής]], [[ακίνδυνος]]<br /><b>3.</b> [[άδολος]], [[άκακος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκήριος]], -ον (Α) [<i>κῆρ</i>, το]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[καρδιά]], [[ψυχή]], ζωή<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άψυχος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκήριος]], -ιον (Α) [<i>κὴρ</i>, η]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έβλαψαν, δεν τον πείραξαν οι κήρες και <b>γεν.</b> [[άβλαβος]], [[απείραχτος]]<br /><b>2.</b> [[αβλαβής]], [[ακίνδυνος]]<br /><b>3.</b> [[άδολος]], [[άκακος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀκήριος]], -ον (Α) [<i>κῆρ</i>, το]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[καρδιά]], [[ψυχή]], ζωή<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άψυχος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm