Anonymous

ψυχαγωγία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br />[[τέρψη]] της ψυχής και του πνεύματος, [[αναψυχή]] (α. «[[μέσο]] ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(σε [[λόγια]] [[κείμενα]]) [[είδος]] ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την [[παράθεση]] συνωνύμων ή άλλων λέξεων συγγενούς σημασίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ανάκληση]] τών ψυχών από τον 'Αδη με μαγικά [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρηγοριά]], [[παραμυθία]]<br /><b>2.</b> [[εξαπάτηση]], [[παραπλάνηση]] του πνεύματος<br /><b>3.</b> α) (στη ρητ.) [[πειθώ]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) (στον <b>Πλάτ.</b>) η [[ρητορική]] [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ.-μσν. σημ. «[[ανάκληση]] τών ψυχών από τον Άδη» και «[[παρηγοριά]], [[παραπλάνηση]] του πνεύματος» έχει σχηματιστεί από το αρχ. [[ψυχαγωγός]]. Εκ τών υστέρων, [[ωστόσο]], η λ. παρουσίασε σημαντική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[είδος]] της ερμηνείας αρχαίων κειμένων με την [[παράθεση]] εξηγητικών λέξεων που σημειώνονταν ακριβώς [[πάνω]] από τις αρχαίες λέξεις του κειμένου. Με αυτήν την σημ. αναφέρει στα <i>Ἄτακτα</i> τη λ. ο Κοραής το 1805, όπως τήν κατέγραψε από το [[λεξικό]] του Δουκαγγείου, το οποίο εκδόθηκε το 1688. Η λ., [[τέλος]], [[ψυχαγωγία]] χρησιμοποιείται στην Νέα Ελληνική ήδη από την Ελληνιστική [[εποχή]] και κατ' εξοχήν με σημ. «ψυχική [[ευχαρίστηση]], [[αναψυχή]], [[διασκέδαση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψυχαγωγώ]]). Κατά μία [[άποψη]] [[μάλιστα]], η λ. με την τελευταία της σημ., έχει προέλθει από τα αρχ. [[ψυχαγωγία]] / <i>ψυχαγωγεῖα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψῦχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]]) «οπές μέσω τών οποίων εισερχόταν [[κρύος]] [[αέρας]] στα [[μεταλλεία]] για να δροσίζονται οι μεταλλωρύχοι»].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[θεραπεία]] που παρέχεται με ψυκτικά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῦχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br />[[τέρψη]] της ψυχής και του πνεύματος, [[αναψυχή]] (α. «[[μέσο]] ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(σε [[λόγια]] [[κείμενα]]) [[είδος]] ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την [[παράθεση]] συνωνύμων ή άλλων λέξεων συγγενούς σημασίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ανάκληση]] τών ψυχών από τον 'Αδη με μαγικά [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρηγοριά]], [[παραμυθία]]<br /><b>2.</b> [[εξαπάτηση]], [[παραπλάνηση]] του πνεύματος<br /><b>3.</b> α) (στη ρητ.) [[πειθώ]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) (στον <b>Πλάτ.</b>) η [[ρητορική]] [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ.-μσν. σημ. «[[ανάκληση]] τών ψυχών από τον Άδη» και «[[παρηγοριά]], [[παραπλάνηση]] του πνεύματος» έχει σχηματιστεί από το αρχ. [[ψυχαγωγός]]. Εκ τών υστέρων, [[ωστόσο]], η λ. παρουσίασε σημαντική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[είδος]] της ερμηνείας αρχαίων κειμένων με την [[παράθεση]] εξηγητικών λέξεων που σημειώνονταν ακριβώς [[πάνω]] από τις αρχαίες λέξεις του κειμένου. Με αυτήν την σημ. αναφέρει στα <i>Ἄτακτα</i> τη λ. ο Κοραής το 1805, όπως τήν κατέγραψε από το [[λεξικό]] του Δουκαγγείου, το οποίο εκδόθηκε το 1688. Η λ., [[τέλος]], [[ψυχαγωγία]] χρησιμοποιείται στην Νέα Ελληνική ήδη από την Ελληνιστική [[εποχή]] και κατ' εξοχήν με σημ. «ψυχική [[ευχαρίστηση]], [[αναψυχή]], [[διασκέδαση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψυχαγωγώ]]). Κατά μία [[άποψη]] [[μάλιστα]], η λ. με την τελευταία της σημ., έχει προέλθει από τα αρχ. [[ψυχαγωγία]] / <i>ψυχαγωγεῖα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψῦχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]]) «οπές μέσω τών οποίων εισερχόταν [[κρύος]] [[αέρας]] στα [[μεταλλεία]] για να δροσίζονται οι μεταλλωρύχοι»].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[θεραπεία]] που παρέχεται με ψυκτικά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῦχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm