Anonymous

θεωρητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θεωρητικός]], -ή, -όν) [[θεωρητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θεωρία]], αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη [[σκέψη]] («θεωρητικές επιστήμες»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ασχολείται με την [[έρευνα]] και τη [[γνώση]] της ουσίας τών όντων [[χωρίς]] να επιδιώκει πρακτικό σκοπό («[[θεωρητικός]] [[φιλόσοφος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άσχετος]] ή [[αντίθετος]] [[προς]] την [[πραγματικότητα]] («θεωρητικά κέρδη»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει «[[θεωρία]]», ωραία εξωτερική [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θεωρητικός]]<br />α) [[άτομο]] που κατέχει καλά και αναπτύσσει μια φιλοσοφική ή επιστημονική [[θεωρία]]<br />β) [[άτομο]] που μελετά τη [[θεωρία]], τις ιδέες και τις έννοιες του τομέα με τον οποίο ασχολείται, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πρακτικό, δηλ. εκείνον που ασχολείται με την [[εφαρμογή]] τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θεωρητική αριθμητική» — ο [[κλάδος]] της αριθμητικής που ασχολείται με τις ιδιότητες τών αριθμών και όχι με τις πράξεις της αριθμητικής<br /><b>μσν.</b><br />(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) <i>θεωρητικῇ</i><br />σύμφωνα με τα καθιερωμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που γίνεται με [[περισυλλογή]] ή [[ενόραση]]<br /><b>2.</b> [[πνευματικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον σωματικό<br /><b>3.</b> [[αλληγορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> [[θεωρικός]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θεωρητικός]], -ή, -όν) [[θεωρητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θεωρία]], αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη [[σκέψη]] («θεωρητικές επιστήμες»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ασχολείται με την [[έρευνα]] και τη [[γνώση]] της ουσίας τών όντων [[χωρίς]] να επιδιώκει πρακτικό σκοπό («[[θεωρητικός]] [[φιλόσοφος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άσχετος]] ή [[αντίθετος]] [[προς]] την [[πραγματικότητα]] («θεωρητικά κέρδη»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει «[[θεωρία]]», ωραία εξωτερική [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θεωρητικός]]<br />α) [[άτομο]] που κατέχει καλά και αναπτύσσει μια φιλοσοφική ή επιστημονική [[θεωρία]]<br />β) [[άτομο]] που μελετά τη [[θεωρία]], τις ιδέες και τις έννοιες του τομέα με τον οποίο ασχολείται, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πρακτικό, δηλ. εκείνον που ασχολείται με την [[εφαρμογή]] τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θεωρητική αριθμητική» — ο [[κλάδος]] της αριθμητικής που ασχολείται με τις ιδιότητες τών αριθμών και όχι με τις πράξεις της αριθμητικής<br /><b>μσν.</b><br />(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) <i>θεωρητικῇ</i><br />σύμφωνα με τα καθιερωμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που γίνεται με [[περισυλλογή]] ή [[ενόραση]]<br /><b>2.</b> [[πνευματικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον σωματικό<br /><b>3.</b> [[αλληγορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> [[θεωρικός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm