3,274,916
edits
(nl) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[γαμήλιος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο (AM [[γαμήλιος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[γαμήλιος]] (ενν. [[πλακούς]])<br />το [[γλύκισμα]] που προσφερόταν στους γάμους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γαμηλία</i> (ενν. [[θυσία]])<br />[[θυσία]] που προσέφερε ο [[νιόπαντρος]] [[άνδρας]] όταν έφερνε στη [[φατρία]] του τη νεαρή σύζυγο<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα γαμήλια</i><br />το [[σύνολο]] τών τελετών και εκδηλώσεων τών σχετικών με τον γάμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. με αβέβαιο σχηματισμό. Πιθανώς προέρχεται από αμάρτυρο όνομα που σχηματίστηκε από το [[θέμα]] του [[γαμέω]] με [[παρέκταση]] σε -<i>λ</i>. Από την [[ίδια]] [[πηγή]] προήλθε πιθ. ο ποιητ. σε -<i>ευμα</i> [[άπαξ]] μαρτυρημένος τ. [[γαμήλευμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |