Anonymous

γενικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(nl)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γενικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αφορά ή ανήκει στο [[γένος]] ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο [[γένος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γενική</i><br />η δεύτερη [[πτώση]] τών ονομάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]]<br /><b>2.</b> (ως [[βαθμός]] ανώτερων στρατιωτικών, διοικητικών κ.λπ. υπαλλήλων) (και ως ουσ.) <i>ο [[γενικός]]<br />αυτός που έχει την [[εποπτεία]] μιας υπηρεσίας ή εργασίας<br />(αρχ. -μσν.) (για [[λέξη]]) [[περιεκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[προϊστάμενος]] του κρατικού ταμείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχικός]], [[πρωταρχικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από γένη, οικογένειες («γενικαὶ φυλαί»)<br /><b>3.</b> ο [[γενετήσιος]], ο [[σεξουαλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γενικός]] <span style="color: red;"><</span> [[γένος]], [[αλλά]] η λ. <i>γενική</i>, που δηλώνει την [[πτώση]], δεν έχει ερμηνευθεί με [[βεβαιότητα]]. Υποστηρίχθηκε ότι ονομάστηκε [[έτσι]] [[γιατί]] ήταν η καθολική [[πτώση]], δεδομένου ότι από τον τ. της γενικής σχηματίζονταν τα παράγωγα. Εξάλλου και για τους στωικούς [[είναι]] η [[πτώση]] που εκφράζει την πιο γενική [[σχέση]]. Κατ' άλλους όμως η λ. συνδέεται με το [[γένος]], [[γιατί]] αυτό δηλώνεται μέσω της γενικής].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γενικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αφορά ή ανήκει στο [[γένος]] ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο [[γένος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γενική</i><br />η δεύτερη [[πτώση]] τών ονομάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]]<br /><b>2.</b> (ως [[βαθμός]] ανώτερων στρατιωτικών, διοικητικών κ.λπ. υπαλλήλων) (και ως ουσ.) ο [[γενικός]]<br />αυτός που έχει την [[εποπτεία]] μιας υπηρεσίας ή εργασίας<br />(αρχ. -μσν.) (για [[λέξη]]) [[περιεκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[προϊστάμενος]] του κρατικού ταμείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχικός]], [[πρωταρχικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από γένη, οικογένειες («γενικαὶ φυλαί»)<br /><b>3.</b> ο [[γενετήσιος]], ο [[σεξουαλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γενικός]] <span style="color: red;"><</span> [[γένος]], [[αλλά]] η λ. <i>γενική</i>, που δηλώνει την [[πτώση]], δεν έχει ερμηνευθεί με [[βεβαιότητα]]. Υποστηρίχθηκε ότι ονομάστηκε [[έτσι]] [[γιατί]] ήταν η καθολική [[πτώση]], δεδομένου ότι από τον τ. της γενικής σχηματίζονταν τα παράγωγα. Εξάλλου και για τους στωικούς [[είναι]] η [[πτώση]] που εκφράζει την πιο γενική [[σχέση]]. Κατ' άλλους όμως η λ. συνδέεται με το [[γένος]], [[γιατί]] αυτό δηλώνεται μέσω της γενικής].
}}
}}
{{elru
{{elru