Anonymous

οποίος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(29)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο και οποιός, -ά, -ό (Α ὁποῑος, -οία, -ον, ιων. τ. ὁκοῑος, -η, -ον, επικ. τ. ὁπποῑος, -η, -ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, -ά, -ό)<br />(αναφ. αντων.) [[αυτού]] του είδους, ό,τι [[λογής]], ποιας [[λογής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με [[άρθρο]]) (αναφ. αντων.) <i>ο [[οποίος]], <i>η οποία</i>, <i>το οποίο</i><br />που («[[ποιος]] ήταν αυτός ο [[οποίος]] σού μίλησε;»)<br /><b>2.</b> (σε αναφωνήσεις) πόσο [[μεγάλος]] (α. «οποία [[χαρά]], όταν σέ είδα» β. «οποία [[αναισχυντία]] να σού φερθεί [[έτσι]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με [[άρθρο]]) <i>ο οποιός</i>, <i>η οποιά</i>, <i>το οποιό</i><br />(αναφ. αντων.) αυτός που, [[εκείνος]] που<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) όποιου είδους, ό,τι [[λογής]] («εὑρεῑν ὁποίοις φαρμάκοις [[ἰάσιμος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) ποίος, [[ποιος]] («ὁποίαν εἴσοδον ἔσχομεν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (με διάφορα αορστλ. μόρια, <i>τίς οὖν</i>, <i>δή</i>, <i>περ</i>) α) <i>ὁποιοσοῡν</i><br />[[οποιοσδήποτε]]<br />β) <i>ὁποιοσδή</i>, <i>ὁποιοσδηποτοῡν</i><br />[[οποιοσδήποτε]], οποιουδήποτε είδους<br />γ) <i>ὁποιοσποτοῡν</i>, <i>ὁποιοστισοῡν</i>, <i>ὀποιοσδητισοῡν</i><br />οποιουδήποτε είδους<br />δ) <i>ὁποιόσπερ</i><br />όποιος ακριβώς<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁποῑα</i><br />όπως, όμοια με, [[καθώς]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ουδ' ὁποῑος» — [[κανένας]] [[πουθενά]]<br />β) «οὐδ' ὁποῑος [[ἥττων]]» — [[κατώτερος]] από κανέναν, [[καθόλου]] [[κατώτερος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) όπως, [[καθώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁποίως</i>, ιων. τ. [[ὁκοίως]] (Α)<br />με ποια [[ποιότητα]], σαν τί [[λογής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και την ερωτηματική αντων. [[ποῖος]] (<b>πρβλ.</b> [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλεκτο, αντίστοιχα, <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-. Έχει διατυπωθεί, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι η αντων. [[ὁποῖος]] έχει προέλθει από [[συνένωση]] του άρθρου <i>ὁ</i> και της ερωτ. αντων. [[ποῖος]] στον ξενισμό <i>ὁ [[ποῖος]], που αποτελούσε πιστή [[μετάφραση]] τών γαλλ. <i>lequel</i>, <i>laquelle</i>, <i>il quale</i>, <i>la quale</i>. Μια τέτοια όμως [[προέλευση]] θα καθιστούσε την αντων. [[ὁποῖος]] ξενισμό, [[γεγονός]] που δεν φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην [[ιστορία]] της Ελληνικής. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται η αρχ. αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] [[μαζί]] με το [[άρθρο]] <i>ό</i>, όπου η [[χρήση]] του άρθρου θα μπορούσε να θεωρηθεί [[ξενισμός]]].
|mltxt=-α, -ο και οποιός, -ά, -ό (Α ὁποῑος, -οία, -ον, ιων. τ. ὁκοῑος, -η, -ον, επικ. τ. ὁπποῑος, -η, -ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, -ά, -ό)<br />(αναφ. αντων.) [[αυτού]] του είδους, ό,τι [[λογής]], ποιας [[λογής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με [[άρθρο]]) (αναφ. αντων.) ο [[οποίος]], <i>η οποία</i>, <i>το οποίο</i><br />που («[[ποιος]] ήταν αυτός ο [[οποίος]] σού μίλησε;»)<br /><b>2.</b> (σε αναφωνήσεις) πόσο [[μεγάλος]] (α. «οποία [[χαρά]], όταν σέ είδα» β. «οποία [[αναισχυντία]] να σού φερθεί [[έτσι]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με [[άρθρο]]) <i>ο οποιός</i>, <i>η οποιά</i>, <i>το οποιό</i><br />(αναφ. αντων.) αυτός που, [[εκείνος]] που<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) όποιου είδους, ό,τι [[λογής]] («εὑρεῑν ὁποίοις φαρμάκοις [[ἰάσιμος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) ποίος, [[ποιος]] («ὁποίαν εἴσοδον ἔσχομεν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (με διάφορα αορστλ. μόρια, <i>τίς οὖν</i>, <i>δή</i>, <i>περ</i>) α) <i>ὁποιοσοῡν</i><br />[[οποιοσδήποτε]]<br />β) <i>ὁποιοσδή</i>, <i>ὁποιοσδηποτοῡν</i><br />[[οποιοσδήποτε]], οποιουδήποτε είδους<br />γ) <i>ὁποιοσποτοῡν</i>, <i>ὁποιοστισοῡν</i>, <i>ὀποιοσδητισοῡν</i><br />οποιουδήποτε είδους<br />δ) <i>ὁποιόσπερ</i><br />όποιος ακριβώς<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁποῑα</i><br />όπως, όμοια με, [[καθώς]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ουδ' ὁποῑος» — [[κανένας]] [[πουθενά]]<br />β) «οὐδ' ὁποῑος [[ἥττων]]» — [[κατώτερος]] από κανέναν, [[καθόλου]] [[κατώτερος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) όπως, [[καθώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁποίως</i>, ιων. τ. [[ὁκοίως]] (Α)<br />με ποια [[ποιότητα]], σαν τί [[λογής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και την ερωτηματική αντων. [[ποῖος]] (<b>πρβλ.</b> [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλεκτο, αντίστοιχα, <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-. Έχει διατυπωθεί, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι η αντων. [[ὁποῖος]] έχει προέλθει από [[συνένωση]] του άρθρου <i>ὁ</i> και της ερωτ. αντων. [[ποῖος]] στον ξενισμό <i>ὁ [[ποῖος]], που αποτελούσε πιστή [[μετάφραση]] τών γαλλ. <i>lequel</i>, <i>laquelle</i>, <i>il quale</i>, <i>la quale</i>. Μια τέτοια όμως [[προέλευση]] θα καθιστούσε την αντων. [[ὁποῖος]] ξενισμό, [[γεγονός]] που δεν φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην [[ιστορία]] της Ελληνικής. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται η αρχ. αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] [[μαζί]] με το [[άρθρο]] <i>ό</i>, όπου η [[χρήση]] του άρθρου θα μπορούσε να θεωρηθεί [[ξενισμός]]].
}}
}}