Anonymous

δίστομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, ο (AM [[δίστομος]], -ον)<br />(για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, [[δίκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για σπήλαια, ποταμούς <b>κ.λπ.</b>) [[εκείνος]] που έχει δύο στόμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δίστομος]]<br />σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε πέτρες, φύκια και [[υδρόζωα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίστομο</i><br />παρασιτικό [[σκουλήκι]] της οικογένειας τών διστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]].
|mltxt=-η, ο (AM [[δίστομος]], -ον)<br />(για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, [[δίκοπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για σπήλαια, ποταμούς <b>κ.λπ.</b>) [[εκείνος]] που έχει δύο στόμια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δίστομος]]<br />σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε πέτρες, φύκια και [[υδρόζωα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίστομο</i><br />παρασιτικό [[σκουλήκι]] της οικογένειας τών διστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm