Anonymous

παρανοϊκός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(31)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και, μη εν χρήσει τ. παρανοιακός, -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράνοια]] ή αυτός που προσιδιάζει στην [[παράνοια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο [[παρανοϊκός]], <i>η παρανοϊκή</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράνοια]] ή [[άτομο]] που συμπεριφέρεται σαν να πάσχει από [[παράνοια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παρανοϊκή [[προσωπικότητα]]»<br /><b>ιατρ.</b> παθολογική [[προσωπικότητα]] που χαρακτηρίζεται από [[υπερεκτίμηση]] του Εγώ, [[καχυποψία]], [[απουσία]] αυτοκριτικής, εσφαλμένη [[κρίση]], διεκδικητική [[επιθετικότητα]] και υπερβολική [[ακαμψία]] στο ιδεολογικό [[πεδίο]], [[ιδίως]] όσον αφορά στην κοινωνική [[ευταξία]], η οποία οδηγεί σε [[κακώς]] αποδεκτή [[απομόνωση]] και σε σχετική κοινωνική [[έλλειψη]] προσαρμογής<br />β) «παρανοϊκή [[ιδέα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[ιδέα]] μη ανταποκρινόμενη στην [[πραγματικότητα]], στην οποία όμως ο πάσχων πιστεύει ακράδαντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράνοια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> (<b>πρβλ.</b> [[παλιρροϊκός]] και <i>παλιρροιακός</i>). Ο τ. <i>παρανοιακός</i> μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=και, μη εν χρήσει τ. παρανοιακός, -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παράνοια]] ή αυτός που προσιδιάζει στην [[παράνοια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[παρανοϊκός]], <i>η παρανοϊκή</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράνοια]] ή [[άτομο]] που συμπεριφέρεται σαν να πάσχει από [[παράνοια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παρανοϊκή [[προσωπικότητα]]»<br /><b>ιατρ.</b> παθολογική [[προσωπικότητα]] που χαρακτηρίζεται από [[υπερεκτίμηση]] του Εγώ, [[καχυποψία]], [[απουσία]] αυτοκριτικής, εσφαλμένη [[κρίση]], διεκδικητική [[επιθετικότητα]] και υπερβολική [[ακαμψία]] στο ιδεολογικό [[πεδίο]], [[ιδίως]] όσον αφορά στην κοινωνική [[ευταξία]], η οποία οδηγεί σε [[κακώς]] αποδεκτή [[απομόνωση]] και σε σχετική κοινωνική [[έλλειψη]] προσαρμογής<br />β) «παρανοϊκή [[ιδέα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[ιδέα]] μη ανταποκρινόμενη στην [[πραγματικότητα]], στην οποία όμως ο πάσχων πιστεύει ακράδαντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράνοια]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> (<b>πρβλ.</b> [[παλιρροϊκός]] και <i>παλιρροιακός</i>). Ο τ. <i>παρανοιακός</i> μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}