3,277,700
edits
(1a) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει [[άνθη]], ανθισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθοστόλιστος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἀνθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει [[άνθη]], ανθισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθοστόλιστος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ανθοφόρος]]<br />α) <b>βοτ.</b> ο [[μίσχος]] του άνθους<br />β) [[έπιπλο]] όπου τοποθετούνται λουλούδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, [[καλλωπιστικός]]<br /><b>2.</b> (για [[ιέρεια]]) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |