3,277,179
edits
(1ab) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτονος]], -ον) [[επιτείνω]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτονος]], -ον) [[επιτείνω]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επίτονος]]<br />α) το [[σχοινί]] της αντένας πλοίου<br />β) καθένα από τα ισχυρά [[σχοινιά]] με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών [[πάνω]] στα [[πλευρά]] και στην [[πρύμνη]] του πλοίου, τα ξάρτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[τεντωμένος]]<br />(«[[κατά]] τὴν ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπίτονοι</i><br />οι μυώνες τών ώμων και τών βραχιόνων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτόνως</i> (Α)<br />με τρόπο έντονο, με [[ένταση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |