Anonymous

ἔφεδρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔφεδρος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται σε [[αναμονή]] για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα [[κατά]] τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε [[αναμονή]] για να σπεύσει για [[βοήθεια]] αν κινδυνεύσει κάποιο [[τμήμα]] της πρώτης γραμμής, ο [[εφεδρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[έφεδρος]]<br />[[στρατεύσιμος]] [[πολίτης]] που έχει εκπληρώσει την καθορισμένη [[θητεία]] του στον στρατό και ανήκει σε μια από τις εφεδρικές κλάσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[έφεδρος]] [[αξιωματικός]]» — [[στρατιωτικός]] ο [[οποίος]] [[μετά]] το [[τέλος]] της γενικής του εκπαίδευσης εκπαιδεύθηκε σε ειδική [[σχολή]] εφέδρων αξιωματικών και αποφοίτησε από αυτήν ως [[έφεδρος]] [[ανθυπολοχαγός]], μπορεί δε να προαχθεί ώς τον βαθμό του λοχαγού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται [[επάνω]] σε [[κάτι]] (για την Κυβέλη «ἔφεδρε λεόντων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔφεδρον</i><br />α) [[κάθισμα]], [[θρανίο]]<br />β) το [[φυτό]] [[ίππουρις]]<br /><b>3.</b> αυτός που κάθεται [[κοντά]] σε [[κάτι]] (α. «[[ἔφεδρος]] τῶν πηδαλίων» — ο [[τιμονιέρης]], Πλατ.<br />β. «καὶ μοι [[Αἴας]] ξύνεστιν [[ἔφεδρος]]» — βρίσκεται [[κοντά]] μου ο [[Αίας]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (στην [[πυγμαχία]] ή στην [[πάλη]]) [[αθλητής]] που περιμένει τη [[λήξη]] του προκριματικού αγώνα για να αντιμετωπίσει τον νικητή («νικῶν δ' [[ἔφεδρος]] παῑδ' ἔχεις τὸν Πηλέως», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατάλληλος]], [[διαθέσιμος]] για να διαδεχθεί, να αντικαταστήσει άλλον, [[διάδοχος]] («οὗ [[ἔφεδρος]] ἐγώ... ἐκλήμην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που παραμονεύει για να επωφεληθεί από [[κάτι]] («ἵνα τοὺς μὲν ἐφέδρους νομίζοντες [[εἶναι]] τῶν καιρῶν ἀεὶ φυλάττωνται», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> αυτός που επιβουλεύεται [[κάτι]] («[[ἔφεδρος]] βίου» — επιβουλευόμενος τη ζωή του, περιμένοντας την ώρα του θανάτου, Μέν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εφέδρα]] (<span style="color: red;"><</span> [[εφέζομαι]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔφεδρος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται σε [[αναμονή]] για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα [[κατά]] τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε [[αναμονή]] για να σπεύσει για [[βοήθεια]] αν κινδυνεύσει κάποιο [[τμήμα]] της πρώτης γραμμής, ο [[εφεδρικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έφεδρος]]<br />[[στρατεύσιμος]] [[πολίτης]] που έχει εκπληρώσει την καθορισμένη [[θητεία]] του στον στρατό και ανήκει σε μια από τις εφεδρικές κλάσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[έφεδρος]] [[αξιωματικός]]» — [[στρατιωτικός]] ο [[οποίος]] [[μετά]] το [[τέλος]] της γενικής του εκπαίδευσης εκπαιδεύθηκε σε ειδική [[σχολή]] εφέδρων αξιωματικών και αποφοίτησε από αυτήν ως [[έφεδρος]] [[ανθυπολοχαγός]], μπορεί δε να προαχθεί ώς τον βαθμό του λοχαγού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται [[επάνω]] σε [[κάτι]] (για την Κυβέλη «ἔφεδρε λεόντων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔφεδρον</i><br />α) [[κάθισμα]], [[θρανίο]]<br />β) το [[φυτό]] [[ίππουρις]]<br /><b>3.</b> αυτός που κάθεται [[κοντά]] σε [[κάτι]] (α. «[[ἔφεδρος]] τῶν πηδαλίων» — ο [[τιμονιέρης]], Πλατ.<br />β. «καὶ μοι [[Αἴας]] ξύνεστιν [[ἔφεδρος]]» — βρίσκεται [[κοντά]] μου ο [[Αίας]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (στην [[πυγμαχία]] ή στην [[πάλη]]) [[αθλητής]] που περιμένει τη [[λήξη]] του προκριματικού αγώνα για να αντιμετωπίσει τον νικητή («νικῶν δ' [[ἔφεδρος]] παῑδ' ἔχεις τὸν Πηλέως», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατάλληλος]], [[διαθέσιμος]] για να διαδεχθεί, να αντικαταστήσει άλλον, [[διάδοχος]] («οὗ [[ἔφεδρος]] ἐγώ... ἐκλήμην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που παραμονεύει για να επωφεληθεί από [[κάτι]] («ἵνα τοὺς μὲν ἐφέδρους νομίζοντες [[εἶναι]] τῶν καιρῶν ἀεὶ φυλάττωνται», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> αυτός που επιβουλεύεται [[κάτι]] («[[ἔφεδρος]] βίου» — επιβουλευόμενος τη ζωή του, περιμένοντας την ώρα του θανάτου, Μέν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εφέδρα]] (<span style="color: red;"><</span> [[εφέζομαι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm