Anonymous

χθόνιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[χθόνιος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -<i>ία</i> Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, [[υποχθόνιος]], [[υπόγειος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι χθόνιοι</i><br /><b>μυθ.</b> οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»<br /><b>μυθ.</b> θεότητες και δαιμονικές μορφές που συνδέονταν με τον Κάτω Κόσμο και, κατ' [[επέκταση]], με τον θάνατο, [[αλλά]] και με τη [[γονιμότητα]] και την [[ευφορία]] της γης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[χθόνιος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μικρών αραχνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αυτόχθονας]], [[εγχώριος]] («γενεᾱς χθονίων ἀπ' Ἐρεχθειδῶν», <b>Σοφ.</b>)<br />β) ύπουλος, [[δόλιος]]<br />γ) [[σκυθρωπός]], [[αυστηρός]]<br />δ) [[στυγνός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[γήινος]] («[[χθονία]] [[κόνις]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Χθόνιος</i><br /><b>μυθ.</b> [[γιος]] του Ποσειδώνος και της Σύμης, θεωρούμενος ως ο [[πρώτος]] [[οικιστής]] της πόλης Σύμη<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Χθονία</i><br />λατρευτική [[προσωνυμία]] της Δήμητρος στην Ερμιόνη<br /><b>5.</b> (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Χθόνια</i><br />θρησκευτική [[εορτή]] στην Ερμιόνη [[προς]] τιμήν της Δήμητρος και της Περσεφόνης<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χθόνια]]·...[[βαρέα]], [[φοβερά]], μεγάλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθών]], <i>χθονός</i>. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. <i>ksamyah</i> «[[γήινος]]», με το αρχ. ιρλδ. <i>duine</i> «[[άνθρωπος]]» και με το γαλατ. <i>dyn</i> «[[άνθρωπος]]». Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίθ. [[χθόνιος]] —[[ποιητικός]] [[κυρίως]] τ.— εμφανίζει ιδιαίτερη θρησκευτική [[χροιά]] στη σημ., όπως και η λ. [[χθών]] (<b>βλ. λ.</b> [[χθων]]) και δεν έλαβε στην Ελληνική τη σημ. «[[άνθρωπος]]», [[αφού]] [[άλλωστε]] και η λ. [[χθών]] δήλωνε [[κάτι]] [[πάνω]] από τα ανθρώπινα, τα γήινα [[μέτρα]]].
|mltxt=-α, -ο / [[χθόνιος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -<i>ία</i> Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, [[υποχθόνιος]], [[υπόγειος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι χθόνιοι</i><br /><b>μυθ.</b> οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»<br /><b>μυθ.</b> θεότητες και δαιμονικές μορφές που συνδέονταν με τον Κάτω Κόσμο και, κατ' [[επέκταση]], με τον θάνατο, [[αλλά]] και με τη [[γονιμότητα]] και την [[ευφορία]] της γης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χθόνιος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μικρών αραχνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αυτόχθονας]], [[εγχώριος]] («γενεᾱς χθονίων ἀπ' Ἐρεχθειδῶν», <b>Σοφ.</b>)<br />β) ύπουλος, [[δόλιος]]<br />γ) [[σκυθρωπός]], [[αυστηρός]]<br />δ) [[στυγνός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[γήινος]] («[[χθονία]] [[κόνις]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Χθόνιος</i><br /><b>μυθ.</b> [[γιος]] του Ποσειδώνος και της Σύμης, θεωρούμενος ως ο [[πρώτος]] [[οικιστής]] της πόλης Σύμη<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Χθονία</i><br />λατρευτική [[προσωνυμία]] της Δήμητρος στην Ερμιόνη<br /><b>5.</b> (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Χθόνια</i><br />θρησκευτική [[εορτή]] στην Ερμιόνη [[προς]] τιμήν της Δήμητρος και της Περσεφόνης<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χθόνια]]·...[[βαρέα]], [[φοβερά]], μεγάλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθών]], <i>χθονός</i>. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. <i>ksamyah</i> «[[γήινος]]», με το αρχ. ιρλδ. <i>duine</i> «[[άνθρωπος]]» και με το γαλατ. <i>dyn</i> «[[άνθρωπος]]». Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίθ. [[χθόνιος]] —[[ποιητικός]] [[κυρίως]] τ.— εμφανίζει ιδιαίτερη θρησκευτική [[χροιά]] στη σημ., όπως και η λ. [[χθών]] (<b>βλ. λ.</b> [[χθων]]) και δεν έλαβε στην Ελληνική τη σημ. «[[άνθρωπος]]», [[αφού]] [[άλλωστε]] και η λ. [[χθών]] δήλωνε [[κάτι]] [[πάνω]] από τα ανθρώπινα, τα γήινα [[μέτρα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm