Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φίλαθλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(4b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο/ [[φίλαθλος]], -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[φιλάεθλος]] Α<br />αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φίλαθλος]]·[[οπαδός]] αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν [[μετά]] τον αγώνα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται σε αθλητικά αγωνίσματα ή παιχνίδια<br /><b>2.</b> [[φιλόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἆθλος]] / [[ἄεθλος]]].
|mltxt=-η, -ο/ [[φίλαθλος]], -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[φιλάεθλος]] Α<br />αυτός που αγαπά τα αθλητικά αγωνίσματα και, γενικά, τον αθλητισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[φίλαθλος]]·[[οπαδός]] αθλητικού σωματείου («οι φίλαθλοι τών δύο ομάδων συνεπλάκησαν [[μετά]] τον αγώνα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται σε αθλητικά αγωνίσματα ή παιχνίδια<br /><b>2.</b> [[φιλόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἆθλος]] / [[ἄεθλος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φίλαθλος:''' любящий состязания Plut.
|elrutext='''φίλαθλος:''' любящий состязания Plut.
}}
}}