Anonymous

εταίρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[εταίρα]] (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. [[ἑταίρα]], Α ιων., επικ. και δωρ. τ. [[ἕταρος]], θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη)<br /><b>1.</b> ο [[σύντροφος]], ο [[φίλος]]<br /><b>2.</b> ο συνεταίρος<br /><b>3.</b> [[μέλος]] πολιτικού συλλόγου ή φατρίας<br /><b>4.</b> <b>θηλ.</b> η [[εταίρα]]<br />[[πόρνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> αυτός που μετέχει [[μαζί]] με άλλον ή άλλους σε [[εταιρεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σύντροφος]] στα όπλα («οἴκαδ' ἰὼν σὺν νηυσί τε σῇς καὶ σοῑς ἑτάροισιν Μυρμιδόνεσσιν ἄνασσε» — [[αφού]] φτάσεις στην [[πατρίδα]] βασίλευε με τα πλοία σου και τους συντρόφους σου στους [[Μυρμιδόνες]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνὴρ ἑταῑρος» — [[γνώριμος]], [[φίλος]]<br />β) «ἐσθλὸς ἑταῑρος», <b>Ομ. Οδ.</b><br />για ούριο άνεμο<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἑταῑροι</i><br />οι σωματοφύλακες ([[σώμα]] ιππικού στον μακεδονικό στρατό)<br /><b>4.</b> [[μαθητής]] ή [[συνομιλητής]] [[διδάσκαλος]]<br /><b>5.</b> <b>σπαν.</b> [[εραστής]]<br /><b>6.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἑταίρα]]<br />α) η [[σύντροφος]] («Ἔρις... [[Ἄρεος]]... [[κασιγνήτη]] ἑτάρη τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[παλλακίδα]], σε [[διάκριση]] με τη νόμιμη σύζυγο («καὶ σὺ νῡν, οὐχ ὡς λέγεις [[πόρνης]], ἑταίρας δὲ εἰς ἔρωτα τυγχάνεις» — και εσύ [[λοιπόν]] δεν έχεις [[σχέση]] ερωτική με [[πόρνη]], [[αλλά]] με [[εταίρα]], Αναξίλ.)<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> α) [[συμμέτοχος]] («τὸ ἐπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑταῑρον», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για ζώα) αυτός που ανήκει σε [[αγέλη]]<br />γ) <b>φρ.</b> «σαρδῶν [[γένος]] πέτρῃσιν ἑταῑρον» — σταθερό, που μένει [[συνεχώς]] στις πέτρες <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εταίρος]], από τον οποίο προήλθε το θηλ. [[εταίρα]], δημιουργήθηκε από θηλ. <i>έταιρα</i>, το οποίο με τη [[σειρά]] του προήλθε απο τον ομηρ. τ. [[έταρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[χίμαρος]] &GT; [[χίμαιρα]]) [[ήτοι]]: [[έταρος]] &GT; <i>έταιρα</i> &GT; [[εταίρος]]. Η λ. [[εταίρος]] παρασυσχετίστηκε με το σημασιολογικώς συγγενές [[έτης]], <i>Fέτᾱς</i> «[[συγγενής]], [[ομόφυλος]]», ενώ στον τ. [[εταίρος]] δεν εμφανίζεται <i>F</i>-. Έτσι θεωρείται ορθότερη η ετυμολόγηση της λ. από ΙΕ <i>se</i>- ([[παρά]] από <i>swe</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>έ</i>), με [[παρέκταση]] -<i>τ</i> και [[επίθημα]] -[[αρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γεγαρός</i>, [[νεαρός]]), [[ήτοι]] [[έταρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>se</i>-<i>t</i>-<i>aros</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εταιρίδεια]], [[εταιρίζω]], [[εταιρίς]], [[εταιροσύνη]], [[εταιρόσυνος]], [[εταιρώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b>. [[εταιρεύομαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εταιρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εταιροποιούμαι]], <i>ετεροτρόφος</i>].
|mltxt=ο, θηλ. [[εταίρα]] (ΑΜ ἑταῖρος, θηλ. [[ἑταίρα]], Α ιων., επικ. και δωρ. τ. [[ἕταρος]], θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη)<br /><b>1.</b> ο [[σύντροφος]], ο [[φίλος]]<br /><b>2.</b> ο συνεταίρος<br /><b>3.</b> [[μέλος]] πολιτικού συλλόγου ή φατρίας<br /><b>4.</b> <b>θηλ.</b> η [[εταίρα]]<br />[[πόρνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> αυτός που μετέχει [[μαζί]] με άλλον ή άλλους σε [[εταιρεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σύντροφος]] στα όπλα («οἴκαδ' ἰὼν σὺν νηυσί τε σῇς καὶ σοῖς ἑτάροισιν Μυρμιδόνεσσιν ἄνασσε» — [[αφού]] φτάσεις στην [[πατρίδα]] βασίλευε με τα πλοία σου και τους συντρόφους σου στους [[Μυρμιδόνες]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀνὴρ ἑταῖρος» — [[γνώριμος]], [[φίλος]]<br />β) «ἐσθλὸς ἑταῖρος», <b>Ομ. Οδ.</b><br />για ούριο άνεμο<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἑταῖροι</i><br />οι σωματοφύλακες ([[σώμα]] ιππικού στον μακεδονικό στρατό)<br /><b>4.</b> [[μαθητής]] ή [[συνομιλητής]] [[διδάσκαλος]]<br /><b>5.</b> <b>σπαν.</b> [[εραστής]]<br /><b>6.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἑταίρα]]<br />α) η [[σύντροφος]] («Ἔρις... [[Ἄρεος]]... [[κασιγνήτη]] ἑτάρη τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[παλλακίδα]], σε [[διάκριση]] με τη νόμιμη σύζυγο («καὶ σὺ νῡν, οὐχ ὡς λέγεις [[πόρνης]], ἑταίρας δὲ εἰς ἔρωτα τυγχάνεις» — και εσύ [[λοιπόν]] δεν έχεις [[σχέση]] ερωτική με [[πόρνη]], [[αλλά]] με [[εταίρα]], Αναξίλ.)<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> α) [[συμμέτοχος]] («τὸ ἐπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑταῖρον», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για ζώα) αυτός που ανήκει σε [[αγέλη]]<br />γ) <b>φρ.</b> «σαρδῶν [[γένος]] πέτρῃσιν ἑταῖρον» — σταθερό, που μένει [[συνεχώς]] στις πέτρες <b>(Οππ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εταίρος]], από τον οποίο προήλθε το θηλ. [[εταίρα]], δημιουργήθηκε από θηλ. <i>έταιρα</i>, το οποίο με τη [[σειρά]] του προήλθε απο τον ομηρ. τ. [[έταρος]] ([[πρβλ]]. [[χίμαρος]] > [[χίμαιρα]]) [[ήτοι]]: [[έταρος]] > <i>έταιρα</i> > [[εταίρος]]. Η λ. [[εταίρος]] παρασυσχετίστηκε με το σημασιολογικώς συγγενές [[έτης]], <i>Fέτᾱς</i> «[[συγγενής]], [[ομόφυλος]]», ενώ στον τ. [[εταίρος]] δεν εμφανίζεται <i>F</i>-. Έτσι θεωρείται ορθότερη η ετυμολόγηση της λ. από ΙΕ <i>se</i>- ([[παρά]] από <i>swe</i>- ([[πρβλ]]. -<i>έ</i>), με [[παρέκταση]] -<i>τ</i> και [[επίθημα]] -[[αρός]] ([[πρβλ]]. <i>γεγαρός</i>, [[νεαρός]]), [[ήτοι]] [[έταρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>se</i>-<i>t</i>-<i>aros</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εταιρίδεια]], [[εταιρίζω]], [[εταιρίς]], [[εταιροσύνη]], [[εταιρόσυνος]], [[εταιρώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b>. [[εταιρεύομαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εταιρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[εταιροποιούμαι]], <i>ετεροτρόφος</i>].
}}
}}