3,273,006
edits
(1a) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δικρόα]], δίκροο (Α [[δίκροος]] και δικρόος, -α, -ον και [[δίκρους]], -ουν και δίκρος, -α, -ον)<br />(για τη [[χηλή]] ζώων, τη [[γλώσσα]] φιδιών, τη [[μήτρα]] <b>κ.λπ.</b>) [[δισχιδής]], [[διχαλωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δίκροοι νομείς» — οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, [[προς]] την [[πλώρη]] και την [[πρύμνη]], οι οποίοι στερεώνονται στην [[τρόπιδα]] του σκάφους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[δικρόα]], δίκροο (Α [[δίκροος]] και δικρόος, -α, -ον και [[δίκρους]], -ουν και δίκρος, -α, -ον)<br />(για τη [[χηλή]] ζώων, τη [[γλώσσα]] φιδιών, τη [[μήτρα]] <b>κ.λπ.</b>) [[δισχιδής]], [[διχαλωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δίκροοι νομείς» — οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, [[προς]] την [[πλώρη]] και την [[πρύμνη]], οι οποίοι στερεώνονται στην [[τρόπιδα]] του σκάφους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δικρόα]]<br />η [[βάση]] τών ακραίων νομέων που βρίσκονται στην [[πρύμνη]] ή την [[πλώρη]] του σκάφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίκρουν</i><br />το [[δικράνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της τεχνικής ορολογίας που προέρχεται πιθ. από τ. <i>δι</i>-<i>κροF</i>-<i>ος</i> με α' συνθετικό το <i>δι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>δις</i>). Η [[ρίζα]] στο β' συνθετικό της λέξεως συνδέεται μεταπτωτικώς με εκείνην τών λέξεων [[κέρας]], <i>κερα</i> (<i>F</i>)<i>ός</i> «[[κερασφόρος]]», λατ. <i>cervus</i>, αβ. <i>sr</i><i>ū</i> «[[κέρατο]]» <b>κ.λπ.</b>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |