Anonymous

ἔμφυτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM ἐμφυτος, -ον)<br />[[εγγενής]], [[σύμφυτος]], [[φυσικός]] («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[έμφυτος]]<br />[[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας τών τευθρηνιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει από τον θεό<br /><b>2.</b> [[κατάφυτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφύτως</i><br />με τρόπο έμφυτο, από τη [[φύση]], [[φυσικά]].
|mltxt=-η, -ο (AM ἐμφυτος, -ον)<br />[[εγγενής]], [[σύμφυτος]], [[φυσικός]] («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έμφυτος]]<br />[[γένος]] υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας τών τευθρηνιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει από τον θεό<br /><b>2.</b> [[κατάφυτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφύτως</i><br />με τρόπο έμφυτο, από τη [[φύση]], [[φυσικά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm