3,277,055
edits
(2) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰσαγωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εισαγωγικά</i><br />[[σημείο]] στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για [[αυτολεξεί]] [[μεταφορά]] λόγων άλλου ή για [[παράδειγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για [[εισαγωγή]] σε εκπαιδευτικά ιδρύματα<br />β) «[[εισαγωγικός]] [[βαθμός]]» — ο [[ιεραρχικός]] [[βαθμός]] εισόδου, με τον οποίο αρχίζει [[υπάλληλος]] τη [[σταδιοδρομία]] του<br /><b>μσν.</b><br / | |mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰσαγωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εισαγωγικά</i><br />[[σημείο]] στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για [[αυτολεξεί]] [[μεταφορά]] λόγων άλλου ή για [[παράδειγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για [[εισαγωγή]] σε εκπαιδευτικά ιδρύματα<br />β) «[[εισαγωγικός]] [[βαθμός]]» — ο [[ιεραρχικός]] [[βαθμός]] εισόδου, με τον οποίο αρχίζει [[υπάλληλος]] τη [[σταδιοδρομία]] του<br /><b>μσν.</b><br />ο [[εισαγωγικός]]<br />α) [[αρχάριος]]<br />β) [[δόκιμος]] [[μοναχός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στοιχειώδης]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εἰσᾰγωγικός:''' вступительный, вводный или подготовительный (συλλογισμοί Diog. L.). | |elrutext='''εἰσᾰγωγικός:''' вступительный, вводный или подготовительный (συλλογισμοί Diog. L.). | ||
}} | }} |