3,271,364
edits
(1ab) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[θαλάσσιος]], -ία, -ον, Α και [[θαλάσσιος]], -ον, αττ. τ. [[θαλάττιος]], -ία, -ον και -ος, -ον) [[θάλασσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θάλασσα]], αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά» β. «θαλασσίαις ἀνέμων ριπαῑσι πεμφθείς», <b>Πίνδ.</b><br /><b>2.</b> αυτός που ζει στη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο (AM [[θαλάσσιος]], -ία, -ον, Α και [[θαλάσσιος]], -ον, αττ. τ. [[θαλάττιος]], -ία, -ον και -ος, -ον) [[θάλασσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θάλασσα]], αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά» β. «θαλασσίαις ἀνέμων ριπαῑσι πεμφθείς», <b>Πίνδ.</b><br /><b>2.</b> αυτός που ζει στη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[θαλασσιά]]<br />μονοκότυλο αγγειόσπερμο υδροχαρές [[φυτό]], της τάξης ελόβια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «θαλάσσια [[δύναμη]]» — [[κράτος]] που έχει ισχύ [[κατά]] [[θάλασσα]], που έχει ισχυρό πολεμικό [[ναυτικό]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «θαλάσσια [[οδός]]» — [[κάθε]] οργανωμένη από οικονομική ή στρατιωτική [[άποψη]] [[αρτηρία]] θαλάσσιας επικοινωνίας<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> «θαλάσσια [[υπηρεσία]]» — η [[υπηρεσία]] σε πολεμικά ή εμπορικά πλοία ή σε άλλα πολύ συγγενή επαγγέλματα<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> «θαλάσσιες γραμμές» — οι θαλάσσιες οδοί, οι κατευθύνσεις τις οποίες ακολουθούν επιβατικά και φορτηγά [[σκάφη]] εκτελώντας προγραμματισμένους πλόες<br /><b>5.</b> «θαλάσσιο σκι» — [[άθλημα]] [[κατά]] το οποίο ο [[αθλητής]] ρυμουλκείται από βενζινάκατο και επιπλέει με τη [[βοήθεια]] ειδικών πέδιλων που [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] στη [[θάλασσα]], [[ναυτικός]] («οὖτος γάρ ὁ [[πόλεμος]] [[συστάς]] ἔσωσε [[τότε]] τήν Ἑλλάδα, άναγκάσας θαλασσίους [[γενέσθαι]]’ Αθηναίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με θαλασσινό [[νερό]] («[[θαλάσσιος]] τῇ χρόᾳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο αναμεμιγμένος με θαλασσινό [[νερό]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ θαλάσσιαι</i><br />[[επωνυμία]] ιερειών στην Κύζικο. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |