Anonymous

πολυαρκής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο [[επαρκής]] για πολλούς ή ο πολύ [[επαρκής]] ή ο πολύ [[επαρκής]] («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πολυαρκής]]<br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[ασφόδελος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυαρκές</i><br />η [[διάρκεια]] («διά το πολυαρκές της ταριχείας» <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυαρκώς</i><br />εντελώς επαρκώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγ</i>-<i>αρκής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο [[επαρκής]] για πολλούς ή ο πολύ [[επαρκής]] ή ο πολύ [[επαρκής]] («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πολυαρκής]]<br />[[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[ασφόδελος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυαρκές</i><br />η [[διάρκεια]] («διά το πολυαρκές της ταριχείας» <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυαρκώς</i><br />εντελώς επαρκώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγ</i>-<i>αρκής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm