Anonymous

συναπτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>η [[" to "η [["
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συναπτός]], -όν, ΝΜΑ, θηλ. και [[συναπτή]], ΜΑ [[συνάπτω]]<br /><b>1.</b> ενωμένος, συνδεδεμένος<br /><b>2.</b> [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]], [[αλλεπάλληλος]] (α. «η [[πολιορκία]] κράτησε [[τρία]] συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[συναπτή]]<br />(στην Ορθόδοξη Εκκλησία) καθεμία από τις εκφωνούμενες [[συναπτώς]] από τον διάκονο ή τον ιερέα παρακελεύσεις, σύντομες ευχές που συνδέονται [[μεταξύ]] τους και καταλήγουν με τη [[φράση]] <i>τοῡ κυρίου δεηθῶμεν</i> και με τις οποίες καλείται το [[εκκλησίασμα]] να δεηθεί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεγάλη]] [[συναπτή]]» — [[συναπτή]] η οποία, στην κλασική της [[μορφή]], αποτελείται από 13 παρακελεύσεις<br />β) «μικρή [[συναπτή]]» — [[επιτομή]] της [[μεγάλης]] συναπτής που περιλαμβάνει την πρώτη και τις δύο τελευταίες παρακελεύσεις της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> άποδο ερμαφρόδιτο ολοθούριο της ομοταξίας [[ολοθουροειδή]], που ζει σε μεγάλα θαλάσσια [[βάθη]] χωμένο στην άμμο και [[χωρίς]] βαδιστικούς ποδίσκους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[συναπτός]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] της συναπτής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συναπτώς]] / <i>συναπτῶς</i> ΝΜ, και <i>συναπτά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συναπτό, με [[συνέχεια]], [[συνεχώς]], αδιάκοπα («μὴ συναπτῶς ἐκφωνεῑσθαι τοὺς ψαλμούς, ἀλλὰ διὰ μέσου [[γίγνεσθαι]] καὶ ἀναγνώσεις», Βαλσ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[συναπτός]], -όν, ΝΜΑ, θηλ. και [[συναπτή]], ΜΑ [[συνάπτω]]<br /><b>1.</b> ενωμένος, συνδεδεμένος<br /><b>2.</b> [[συνεχής]], [[αδιάκοπος]], [[αλλεπάλληλος]] (α. «η [[πολιορκία]] κράτησε [[τρία]] συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[συναπτή]]<br />(στην Ορθόδοξη Εκκλησία) καθεμία από τις εκφωνούμενες [[συναπτώς]] από τον διάκονο ή τον ιερέα παρακελεύσεις, σύντομες ευχές που συνδέονται [[μεταξύ]] τους και καταλήγουν με τη [[φράση]] <i>τοῡ κυρίου δεηθῶμεν</i> και με τις οποίες καλείται το [[εκκλησίασμα]] να δεηθεί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεγάλη]] [[συναπτή]]» — [[συναπτή]] η οποία, στην κλασική της [[μορφή]], αποτελείται από 13 παρακελεύσεις<br />β) «μικρή [[συναπτή]]» — [[επιτομή]] της [[μεγάλης]] συναπτής που περιλαμβάνει την πρώτη και τις δύο τελευταίες παρακελεύσεις της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> άποδο ερμαφρόδιτο ολοθούριο της ομοταξίας [[ολοθουροειδή]], που ζει σε μεγάλα θαλάσσια [[βάθη]] χωμένο στην άμμο και [[χωρίς]] βαδιστικούς ποδίσκους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[συναπτός]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] της συναπτής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συναπτώς]] / <i>συναπτῶς</i> ΝΜ, και <i>συναπτά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συναπτό, με [[συνέχεια]], [[συνεχώς]], αδιάκοπα («μὴ συναπτῶς ἐκφωνεῑσθαι τοὺς ψαλμούς, ἀλλὰ διὰ μέσου [[γίγνεσθαι]] καὶ ἀναγνώσεις», Βαλσ.).
}}
}}
{{elru
{{elru