Anonymous

ζυγό: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [["
(16)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ζυγόν]])<br /><b>1.</b> ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα<br /><b>2.</b> ο [[ζυγός]] άμαξας ή αρότρου, το [[ξύλο]] που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό του αρότρου ή της άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> α) [[κάθε]] [[σανίδα]] τοποθετημένη εγκάρσια από τη μια [[πλευρά]] της λέμβου στην [[άλλη]], η οποία χρησιμεύει αφ' ενός για [[στερέωση]] της λέμβου και αφ' ετέρου ως [[κάθισμα]] για τους κωπηλάτες, [[σέλμα]], [[πάγκος]]<br />β) [[κάθε]] εγκάρσια [[δοκός]] με την οποία συνδέονται τα σκέλη τών νομέων του πλοίου και υποβαστάζεται το [[κατάστρωμα]], κν. [[καμάρι]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) <i>τα [[ζυγά]] (στην αρχ. και ως πληθ. του [[ζυγός]], <i>ὁ</i>)<br />[[σταθμά]], [[μέτρα]] βάρους<br />β) <b>ως επίθ.</b> [[ζυγά]]<br />άρτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[σανίδα]] ή [[σιδηρογωνία]] με την οποία συνδέονται δοκοί ή πάσσαλοι, [[ζευκτήρας]], κν. [[τραβέρσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονά ή [[ζυγά]]» — [[είδος]] παιχνιδιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> η [[κατάσταση]] του υποτεταγμένου, του υποδουλωμένου, [[υποταγή]], [[υποτέλεια]], [[έλλειψη]] ανεξαρτησίας, [[δουλεία]] («πρὸς οἷα δουλείας ζυγὰ χωροῡμεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η εγκάρσια [[ράβδος]] που συνδέει τους δύο βραχίονες της φόρμιγγας<br /><b>3.</b> καθένα από τα εδώλια τών κωπηλατών της [[μέσης]] [[σειράς]] της τριἡρους<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> πολιτικό [[αξίωμα]], υψηλή [[δημόσια]] [[θέση]] («εἰς τὸ πρῶτον πόλεως ὁρμηθεὶς [[ζυγόν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> δερμάτινο [[λουρί]] τών γυναικείων σανδαλιών ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «ὁ περικείμενος ἱμὰς τοῑς δακτύλοις, πρὸς τὸ συνέχειν ἐξαγόμενον τὸν [[πόδα]]»)<br /><b>6.</b> <b>επιγρ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[ζυγά]]<br />το λίθινο [[ανώφλι]] ή [[κατώφλι]] θύρας<br /><b>7.</b> [[δυάδα]], [[ζευγάρι]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ [[ζυγά]]» — [[κατά]] ζεύγη, ανά δύο<br />β) «μονὰ ἢ ἄζυγα» — [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού, όπως το νεοελλ. [[παιχνίδι]] «μονά ή [[ζυγά]]»<br /><b>9.</b> (αντίθ. του <i>στοῑχος</i>) [[σειρά]] οπλιτών<br /><b>10.</b> [[μέτρο]] επιφάνειας<br /><b>11.</b> το [[στέλεχος]] της πλάστιγγας<br /><b>12.</b> το οριζόντιο [[ξύλο]] του υφαντικού ιστού (αργαλειού) στο οποίο προσηλώνεται το [[στημόνι]], κν. [[αντί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ζυγός]].
|mltxt=το (Α [[ζυγόν]])<br /><b>1.</b> ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα<br /><b>2.</b> ο [[ζυγός]] άμαξας ή αρότρου, το [[ξύλο]] που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό του αρότρου ή της άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> α) [[κάθε]] [[σανίδα]] τοποθετημένη εγκάρσια από τη μια [[πλευρά]] της λέμβου στην [[άλλη]], η οποία χρησιμεύει αφ' ενός για [[στερέωση]] της λέμβου και αφ' ετέρου ως [[κάθισμα]] για τους κωπηλάτες, [[σέλμα]], [[πάγκος]]<br />β) [[κάθε]] εγκάρσια [[δοκός]] με την οποία συνδέονται τα σκέλη τών νομέων του πλοίου και υποβαστάζεται το [[κατάστρωμα]], κν. [[καμάρι]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) τα [[ζυγά]] (στην αρχ. και ως πληθ. του [[ζυγός]], <i>ὁ</i>)<br />[[σταθμά]], [[μέτρα]] βάρους<br />β) <b>ως επίθ.</b> [[ζυγά]]<br />άρτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[σανίδα]] ή [[σιδηρογωνία]] με την οποία συνδέονται δοκοί ή πάσσαλοι, [[ζευκτήρας]], κν. [[τραβέρσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μονά ή [[ζυγά]]» — [[είδος]] παιχνιδιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> η [[κατάσταση]] του υποτεταγμένου, του υποδουλωμένου, [[υποταγή]], [[υποτέλεια]], [[έλλειψη]] ανεξαρτησίας, [[δουλεία]] («πρὸς οἷα δουλείας ζυγὰ χωροῡμεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η εγκάρσια [[ράβδος]] που συνδέει τους δύο βραχίονες της φόρμιγγας<br /><b>3.</b> καθένα από τα εδώλια τών κωπηλατών της [[μέσης]] [[σειράς]] της τριἡρους<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> πολιτικό [[αξίωμα]], υψηλή [[δημόσια]] [[θέση]] («εἰς τὸ πρῶτον πόλεως ὁρμηθεὶς [[ζυγόν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> δερμάτινο [[λουρί]] τών γυναικείων σανδαλιών ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «ὁ περικείμενος ἱμὰς τοῑς δακτύλοις, πρὸς τὸ συνέχειν ἐξαγόμενον τὸν [[πόδα]]»)<br /><b>6.</b> <b>επιγρ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[ζυγά]]<br />το λίθινο [[ανώφλι]] ή [[κατώφλι]] θύρας<br /><b>7.</b> [[δυάδα]], [[ζευγάρι]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ [[ζυγά]]» — [[κατά]] ζεύγη, ανά δύο<br />β) «μονὰ ἢ ἄζυγα» — [[είδος]] παιδικού παιχνιδιού, όπως το νεοελλ. [[παιχνίδι]] «μονά ή [[ζυγά]]»<br /><b>9.</b> (αντίθ. του <i>στοῑχος</i>) [[σειρά]] οπλιτών<br /><b>10.</b> [[μέτρο]] επιφάνειας<br /><b>11.</b> το [[στέλεχος]] της πλάστιγγας<br /><b>12.</b> το οριζόντιο [[ξύλο]] του υφαντικού ιστού (αργαλειού) στο οποίο προσηλώνεται το [[στημόνι]], κν. [[αντί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ζυγός]].
}}
}}