Anonymous

δημοτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>η [[" to "η [["
(1a)
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή και -ιά, -ό (AM [[δημοτικός]], -ή, -όν)<br />Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη [[δικαιοδοσία]] της δημοτικής αρχής (σε [[αντιδιαστολή]] με αυτόν που υπάγεται στο [[δημόσιο]] ή σε ιδιώτες)<br /><b>2.</b> [[δημοφιλής]], [[λαοφιλής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημοτική]] [[εκπαίδευση]]» — πρωτοβάθμια [[εκπαίδευση]]<br />β) «δημοτικό [[σχολείο]]» — [[σχολείο]] πρωτοβάθμιας στοιχειώδους εκπαίδευσης<br />γ) «δημοτικό [[συμβούλιο]]» — το αιρετό, βουλευόμενο όργανο [[κάθε]] δήμου<br />δ) «[[δημοτικός]] και [[κοινοτικός]] [[κώδικας]]» — κωδικοποιημένο [[σύνολο]] διατάξεων που ρυθμίζουν τα θέματα τών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης<br /><b>7.</b> «δημοτικά τραγούδια» — λαϊκά δημιουργήματα από ανώνυμους [[συνήθως]] στιχουργούς που αναφέρονται σε όλο τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής και εκφράζουν καθολικότερα αισθήματα και αρχές του λαού για τον κοινωνικό και τον εθνικό βίο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(συγκρ.)</b> <i>δημοτικώτερος</i>, -α, -ον<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε κατώτερη λαϊκή [[τάξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λόγος]] [[δημοτικός]]» — [[παροιμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινός]], [[συνήθης]]<br /><b>2.</b> [[γνωστός]]<br /><b>3.</b> ο λαϊκής καταγωγής<br /><b>4.</b> [[φτωχός]]<br /><b>5.</b> [[δημοκρατικός]] στα φρονήματα<br /><b>6.</b> [[καταδεχτικός]], [[ευπροσήγορος]]<br />II. <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[δημοτική]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απλή εξελιγμένη [[μορφή]] της ελληνικής γλώσσας, την οποία χρησιμοποιεί [[φυσικά]] και [[αβίαστα]] ο [[ελληνικός]] [[λαός]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τους αρχαϊστές και τους καθαρολόγους) η χυδαία [[γλώσσα]] τών αμόρφωτων λαϊκών στρωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γραφή]] που προήλθε από την [[απλοποίηση]] της ιερατικής, ιερογλυφικής [[γραφής]] τών αρχαίων Αιγυπτίων<br />III. <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το δημοτικό</i> (Μ δημοτικό)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το δημοτικό [[σχολείο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[λαός]] ως [[σύνολο]]<br />IV. (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δημοτικά</i> (Α δημοτικά)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα δημοτικά τραγούδια<br /><b>2.</b> οι υποθέσεις, τα θέματα του δήμου, τών δημοτικών αρχών<br /><b>αρχ.</b><br />οι δημόσιες υποθέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δημότης]]<br /><b>βλ.</b> και [[δημόσιος]].
|mltxt=-ή και -ιά, -ό (AM [[δημοτικός]], -ή, -όν)<br />Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη [[δικαιοδοσία]] της δημοτικής αρχής (σε [[αντιδιαστολή]] με αυτόν που υπάγεται στο [[δημόσιο]] ή σε ιδιώτες)<br /><b>2.</b> [[δημοφιλής]], [[λαοφιλής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημοτική]] [[εκπαίδευση]]» — πρωτοβάθμια [[εκπαίδευση]]<br />β) «δημοτικό [[σχολείο]]» — [[σχολείο]] πρωτοβάθμιας στοιχειώδους εκπαίδευσης<br />γ) «δημοτικό [[συμβούλιο]]» — το αιρετό, βουλευόμενο όργανο [[κάθε]] δήμου<br />δ) «[[δημοτικός]] και [[κοινοτικός]] [[κώδικας]]» — κωδικοποιημένο [[σύνολο]] διατάξεων που ρυθμίζουν τα θέματα τών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης<br /><b>7.</b> «δημοτικά τραγούδια» — λαϊκά δημιουργήματα από ανώνυμους [[συνήθως]] στιχουργούς που αναφέρονται σε όλο τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής και εκφράζουν καθολικότερα αισθήματα και αρχές του λαού για τον κοινωνικό και τον εθνικό βίο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(συγκρ.)</b> <i>δημοτικώτερος</i>, -α, -ον<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε κατώτερη λαϊκή [[τάξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λόγος]] [[δημοτικός]]» — [[παροιμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινός]], [[συνήθης]]<br /><b>2.</b> [[γνωστός]]<br /><b>3.</b> ο λαϊκής καταγωγής<br /><b>4.</b> [[φτωχός]]<br /><b>5.</b> [[δημοκρατικός]] στα φρονήματα<br /><b>6.</b> [[καταδεχτικός]], [[ευπροσήγορος]]<br />II. <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[δημοτική]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η απλή εξελιγμένη [[μορφή]] της ελληνικής γλώσσας, την οποία χρησιμοποιεί [[φυσικά]] και [[αβίαστα]] ο [[ελληνικός]] [[λαός]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τους αρχαϊστές και τους καθαρολόγους) η χυδαία [[γλώσσα]] τών αμόρφωτων λαϊκών στρωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γραφή]] που προήλθε από την [[απλοποίηση]] της ιερατικής, ιερογλυφικής [[γραφής]] τών αρχαίων Αιγυπτίων<br />III. <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το δημοτικό</i> (Μ δημοτικό)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το δημοτικό [[σχολείο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[λαός]] ως [[σύνολο]]<br />IV. (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δημοτικά</i> (Α δημοτικά)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα δημοτικά τραγούδια<br /><b>2.</b> οι υποθέσεις, τα θέματα του δήμου, τών δημοτικών αρχών<br /><b>αρχ.</b><br />οι δημόσιες υποθέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δημότης]]<br /><b>βλ.</b> και [[δημόσιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm