3,277,068
edits
(29) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύρρυγχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξύ [[ρύγχος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] [[αιχμή]], [[μυτερός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύρρυγχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξύ [[ρύγχος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] [[αιχμή]], [[μυτερός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξύρρυγχος]]<br /><b>ζωολ.</b> γενική [[λόγια]] [[ονομασία]] δύο γενών χονδρόστεων ιχθύων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] acipenseridae, παράγουν το μαύρο [[χαβιάρι]] και [[είναι]] γνωστοί [[σήμερα]] ως ακιπήσιοι, μουρούνες, στουριόνια ή ξυρίχια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οξύρρυγχος]] [[χαρακτήρ]]» — [[γραφή]] με πολύ λεπτά γράμματα που γράφεται με αιχμηρή [[γραφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥύγχος]] ([[πρβλ]], <i>μακρό</i>-<i>ρρυγχος</i>, <i>πλατύ</i>-<i>ρρυγχος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>oxyrhynchous</i>]. | ||
}} | }} |