3,258,246
edits
(23) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα (α. «λιμενικό [[σώμα]]» — [[σώμα]] στρατιωτικά συντεταγμένο, που διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες υπάγονται και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες του πολεμικού ναυτικού<br />β. «λιμενικά [[τέλη]]» — τα [[τέλη]] που εισπράττονται για λογαριασμό του λιμενικού ταμείου, από τα πλοία που προσορμίζονται σε ένα [[λιμάνι]]<br />γ) «λιμενική [[αρχή]]» — η κρατική [[υπηρεσία]] που διοικεί ένα [[λιμάνι]])<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα (α. «λιμενικό [[σώμα]]» — [[σώμα]] στρατιωτικά συντεταγμένο, που διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες υπάγονται και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες του πολεμικού ναυτικού<br />β. «λιμενικά [[τέλη]]» — τα [[τέλη]] που εισπράττονται για λογαριασμό του λιμενικού ταμείου, από τα πλοία που προσορμίζονται σε ένα [[λιμάνι]]<br />γ) «λιμενική [[αρχή]]» — η κρατική [[υπηρεσία]] που διοικεί ένα [[λιμάνι]])<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιμενικός]]<br />α) [[αξιωματικός]], [[υπαξιωματικός]] ή [[άνδρας]] του λιμενικού σώματος<br />β) εργαζόμενος της κεντρικής υπηρεσίας ή άλλων ειδικών υπηρεσιών του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 το <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου]. | ||
}} | }} |