3,277,121
edits
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὠμός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για τρόφιμα) [[αμαγείρευτος]], [[άβραστος]], [[άψητος]] (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για καρπό) [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ. ή [[πράξη]]) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[άγριος]] (α. «ωμή [[συμπεριφορά]]» β. «ἀπ' ὠμοῡ δαίμονος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, [[ακαμίνευτος]] (α. «ωμή [[πλίνθος]]» — η [[ωμόπλινθος]]<br />β. «[[κέραμος]] [[ὠμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρός]], [[οκνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὠμός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για τρόφιμα) [[αμαγείρευτος]], [[άβραστος]], [[άψητος]] (α. «τρώει ωμά χόρτα» β. «ᾠὰ ὠμὰ καὶ ἑφθὰ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για καρπό) [[άγουρος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ. ή [[πράξη]]) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[άγριος]] (α. «ωμή [[συμπεριφορά]]» β. «ἀπ' ὠμοῡ δαίμονος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πηλό, πλίνθους ή αγγεία) ο μη ψημένος σε κάμινο, [[ακαμίνευτος]] (α. «ωμή [[πλίνθος]]» — η [[ωμόπλινθος]]<br />β. «[[κέραμος]] [[ὠμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νωθρός]], [[οκνός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωμός]]<br />ο [[διάβολος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μήτε]] [[ωμός]] [[μήτε]] [[ψητός]] τρώγεται» — <b>βλ.</b> [[τρώγω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νερό]]) [[άβραστος]] («ὑδάτων ὠμῶν ἢ ἁλμυρῶν ὑπαρχόντων», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> (για [[πίσσα]]) [[ακατέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χώμα]]) αυτός που έχει [[ανάγκη]] να εκτεθεί στον ήλιο («ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾱται [γῆ]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[άπεπτος]], [[αχώνευτος]]<br /><b>3.</b> [[πρόωρος]], [[πρώιμος]] («ὠμὸν [[γῆρας]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῑ καταφαγεῑν» — δηλώνει άγριο [[μίσος]] ή [[απανθρωπιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ωμώς]] / <i>ὠμῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ωμά</i> Ν<br /><b>μτφ.</b> σκληρά, απάνθρωπα, βάναυσα (α. «φέρθηκε ωμά» β. «ἐπὶ τῇ... σφαγῇ ὠμῶς ἐν τῷ συμποσίῳ γενομένη», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὠμός]] ανάγεται στον ΙΕ τ. <i>ō</i><i>mos</i> και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρμ. <i>hum</i> και αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>ma</i>-. Η [[σύνδεση]] του επιθ. με το λατ. <i>am</i><i>ā</i><i>rus</i> δεν φαίνεται πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ὠμότητα</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμάδιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμάζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ωμοβόρος]], [[ωμοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ὠμαλθής]], [[ὠμόβρωτος]], [[ὠμοδακής]], <i>ὠμόδαμος</i>, [[ὠμόδροπος]], <i>ὠμοθετῶ</i>, [[ὠμόθριξ]], [[ὠμόθυμος]], <i>ὠμοποιῶ</i>, [[ὠμόσιτος]], <i>ὠμότοκος</i>, <i>ὠμοτύραννος</i>, [[ὠμόφρων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ὠμήλυσις]], [[ὠμηστής]], [[ὠμογέρων]], <i>ὠμότομος</i>, [[ὠμοτριβής]], [[ὠμόϋπνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ὠμόδαιτος</i>, [[ὠμόνους]], [[ὠμόσαρκος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[λιβανωτός]]. | ||
}} | }} |