Anonymous

ἔντιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντιμος]], -ον)<br />Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσυνείδητος]], αυτός που έχει προσωπική [[τιμή]] και ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της («[[έντιμος]] [[πολίτης]]», «[[έντιμος]] [[δικαστικός]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που γίνεται σύφωνα με τις υπαγορεύσεις της [[τιμής]] («έντιμη [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[έντιμος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] χαλκοπράσινου χρώματος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πολύτιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επαινετικός]], [[τιμητικός]] («[[λόγος]] ἐντιμος λεγόμενος»)<br /><b>2.</b> [[αξιωματούχος]]<br /><b>3.</b> (για [[νόμισμα]]) γνήσιο, που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έντιμα</i> και <i>εντίμως</i> (AM ἐντίμως)<br />με [[τιμή]], με [[εντιμότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σού το λέω εντίμως» — σε [[διαβεβαιώνω]] με τον λόγο της [[τιμής]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἐντίμως ἄγω τινά» — [[εκτιμώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> «ἐντίμως ἔχω» — [[είμαι]] [[έντιμος]], μέ τιμούν.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντιμος]], -ον)<br />Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσυνείδητος]], αυτός που έχει προσωπική [[τιμή]] και ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της («[[έντιμος]] [[πολίτης]]», «[[έντιμος]] [[δικαστικός]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που γίνεται σύφωνα με τις υπαγορεύσεις της [[τιμής]] («έντιμη [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έντιμος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] χαλκοπράσινου χρώματος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πολύτιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επαινετικός]], [[τιμητικός]] («[[λόγος]] ἐντιμος λεγόμενος»)<br /><b>2.</b> [[αξιωματούχος]]<br /><b>3.</b> (για [[νόμισμα]]) γνήσιο, που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έντιμα</i> και <i>εντίμως</i> (AM ἐντίμως)<br />με [[τιμή]], με [[εντιμότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σού το λέω εντίμως» — σε [[διαβεβαιώνω]] με τον λόγο της [[τιμής]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἐντίμως ἄγω τινά» — [[εκτιμώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> «ἐντίμως ἔχω» — [[είμαι]] [[έντιμος]], μέ τιμούν.
}}
}}
{{lsm
{{lsm