3,277,301
edits
(35) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυρπόληση]] ή αυτός που προξενεί [[πυρπόληση]], [[εμπρηστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυρπόληση]] ή αυτός που προξενεί [[πυρπόληση]], [[εμπρηστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πυρπολικό]]<br /><b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική [[αρχαιότητα]] [[μέχρι]] και τον 19ο αιώνα, το οποίο, γεμισμένο με εύφλεκτα υλικά, προσκολλούνταν στα ξύλινα πλοία της εποχής του, αναφλεγόταν και τά πυρπολούσε, κν. [[μπουρλότο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρπολώ]]. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. <i>πυρπολικόν</i> μαρτυρείται από το 1825 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>]. | ||
}} | }} |