Anonymous

δεύτερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [["
(1a)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[δεύτερος]], [[δευτέρα]], -ο (AM [[δεύτερος]], -α, -ον)<br />Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται [[αμέσως]] [[μετά]] τον πρώτο (σε [[διαδοχή]] χρόνου) (α. «τερμάτισε [[δεύτερος]]» β. «γεννήθηκε [[δεύτερος]]» γ. «[[δεύτερος]] αὖ προΐει [[ἔγχος]]» — έσυρε [[δεύτερος]] το [[ξίφος]])<br /><b>2.</b> όμοιος με κάποιον άλλον ή αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον (α. «στάθηκε [[δεύτερος]] [[πατέρας]] του» β. «ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί» — [[επτά]] σοφοί που μπορεί να συγκριθούν με τους γνωστούς [[επτά]] σοφούς)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που κατέχει (ή θεωρείται ότι κατέχει) την [[αμέσως]] επόμενη [[θέση]] [[μετά]] τον πρώτο ως [[προς]] την [[αξία]], την [[τιμή]] ή την [[επιτυχία]]<br />(«ήρθε [[δεύτερος]] στις εξετάσεις», «[[μέχρι]] στιγμής το [[κόμμα]] έρχεται δεύτερο στις εκλογές», «να κάθεται [[δεύτερος]] ἀπὸ τὸν [[βασιλέα]]», (ρωτούσε ο Κροίσος τον Σόλωνα) «[[τίνα]] δεύτερον μετ' ἐκεῑνον [[ἴδοι]]»)<br /><b>4.</b> όποιος έχει μικρότερη [[αξία]] ή [[σημασία]] σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] (α. «δεν αγοράζει ακριβά ρούχα, παίρνει από τα [[δεύτερα]]», «δεύτερο [[πράμα]]» — δεύτερης, κατώτερης ποιότητας<br />β. «καὶ κάμνει ἄλλα ὑψηλὰ καὶ [[δεύτερα]] καὶ τρίτα» γ. «πρὸς τὰ χρήματα θνητοῑσι τἄλλα [[δεύτερα]]» — όλα θεωρούνται κατώτερης σημασίας αν συγκριθούν [[προς]] την [[περιουσία]])<br /><b>5.</b> (για ηγεμόνες και αρχιερείς με το ίδιο όνομα) Θεοδόσιος ο Β' (Δεύτερος), Αικατερίνη η Β' (Δευτέρα), Γεώργιος ο (Β') (Δεύτερος)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «η Δευτέρα Παρουσία» — η Ημέρα της Κρίσεως, ο [[ερχομός]] του Χριστού ως κριτή [[πλέον]] για να κρίνει οριστικά τον κόσμο<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Δευτέρα</i><br />η δεύτερη [[μέρα]] της εβδομάδας [[μετά]] την [[Κυριακή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δεύτερο [[χέρι]]», «[[δευτέρα]] [[χειρ]]» — ο [[διορθωτής]] χειρογράφων ή κωδίκων αρχαίων κειμένων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Δεύτερος</i> ή «ο [[άγιος]] Δεύτερος» — [[κληρικός]] ή [[μοναχός]] που κατέχει τη δεύτερη τιμητική [[θέση]] στην [[ιεραρχία]] [[μετά]] τον ηγούμενο, τον πρωτο πρεσβύτερο ή τον αρχιδιάκονο, ο «δευτερεύων»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δευτερότοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεύτερο [[χέρι]]» — για [[επανάληψη]] σε ελαιοχρωματισμούς, οικοδομικές ή άλλες εργασίες<br />β) «πληροφορίες από δεύτερο [[χέρι]]» — έμμεσες πληροφορίες, όχι από την αρχική τους [[πηγή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεύτερο</i><br />α) το μισό από δύο ίσα μέρη, το ένα δεύτερο<br />β) το [[δευτερόλεπτο]], το ένα εξηκοστό του λεπτού της ώρας («δύο [[πρώτα]] και [[σαράντα]] [[δεύτερα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Δευτέρα</i><br />η Δευτέρα Παρουσία<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>δεύτερον</i> ή «το δεύτερον» <br />α) δυο φορές<br />β) για δεύτερη [[φορά]], [[ξανά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[δυσμενής]], ο [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προς]] δεύτερον» — για δεύτερη [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τὴν Ἀμαζόνα εὗρε δευτέρην αὐτὴν ὑπομένουσαν» — βρήκε [[επίσης]] και την Αμαζόνα, [[μαζί]] του ήταν και η Αναζίνα)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δευτέρα]] [[ταφή]]» — το [[φέρετρο]]<br />β) «[[δεύτερος]] πλοῡς» — [[δεύτερος]] [[τρόπος]] ενέργειας αν δεν πετύχει ο [[πρώτος]]<br />γ) «[[δεύτερος]] [[αριθμός]]» — [[αριθμός]] του οποίου οι συντελεστές [[είναι]] μονοί<br /><b>3.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ [[δεύτερα]]<br />α) «τα δευτερεῑα», η δεύτερη [[θέση]] σε αγώνα<br />β) το ύστερο της [[γέννας]]<br /><b>4.</b> (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>τὰ [[δεύτερα]]<br />για δεύτερη [[φορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δεύτερα]] (AM [[δεύτερα]] και [[δευτέρως]])<br /><b>1.</b> για δεύτερη [[φορά]], εκ νέου, [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] δεύτερο λόγο, σε δεύτερη [[θέση]]<br /><b>3.</b> [[κατόπιν]], [[έπειτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δεύτερος]], με τη [[σημασία]] «[[εκείνος]] από τους δύο που βρίσκεται [[πίσω]], ο [[υποδεέστερος]]», προέρχεται από θ. <i>δευ</i>- του [[δεύομαι]] (<b>βλ. λ.</b> <i>δέω</i> II) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τερος</i>, δηλωτικό του συγκριτικού. (Η [[σύνδεση]] του [[δεύτερος]] με το <i>δύο</i> οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]). Ο τ. [[δεύτερος]] ως α</i>' συνθετικό με την [[μορφή]] <i>δευτερο</i>- εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δευτεραγωνιστής]], [[δευτερουργός]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δευτερεύω]], [[δευτερώνω]] (AM [[δευτερώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[δευτεραίος]], [[δευτερείος]], [[δευτεριάζω]], [[δευτερίας]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δευτέριος]], [[δευτερώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δευτεράριος]], [[δευτερότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δευτέρι</i>, [[δευτεριά]], [[δευτερίζω]], [[δευτερότερος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[δευτεραγωνιστής]], [[δευτερογαμία]], [[δευτερογενής]], [[δευτερόκλιτος]], [[Δευτερονόμιο]], [[δευτεροταγής]], [[δευτερότοκος]] <b>αρχ.</b> [[δευτερέσχατος]], [[δευτεροβόλος]], [[δευτερόγονος]], [[δευτεροδεκάτη]], [[δευτεροκοιτώ]], [[δευτερολόγος]], [[δευτεροστάτης]], <i>δευτεροστρατηλατιανοί</i>, [[δευτερόσχετος]], [[δευτερουργής]], [[δευτερουργός]], [[δευτερούχος]], <i>δευτερόφωτος</i>, [[δευτεροχύται]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δευτερογαμώ]], [[δευτερόπρωτον]], [[δευτεροτόκος]], [[δευτεροφανώς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δευτεροελάτης]], <i>δευτεροευλογημένος</i>, <i>δευτεροτετραδοπαρασκευή</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δευτερόγαμος]], [[δευτερόλεπτο]], [[δευτερότριτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δευτεροανωμαλία</i>, [[δευτερανωπία]], [[δευτεροβάθμιος]], [[δευτερογένεια]], [[δευτερόγεννη]], [[δευτερογιαγέρνω]], [[δευτερογιούνης]], [[δευτεροδιαλαλώ]], [[δευτεροετής]], [[Δευτεροκανονικά]], [[δευτερόκλαδος]], [[δευτερολεμβίτης]], [[δευτερομιγής]], [[δευτερομύκητες]], [[δευτεροπαθής]], <i>δευτεροπαντρεύομαι</i>, [[δευτεροπατέρας]], [[δευτεροπατημένος]], [[δευτερόπλασμα]], [[δευτεροπρόσωπος]], [[δευτεροσκοπία]], [[δευτεροστόμια]], [[δευτεροτρέχω]], [[δευτεροχτυπώ]]].
|mltxt=-η, -ο και [[δεύτερος]], [[δευτέρα]], -ο (AM [[δεύτερος]], -α, -ον)<br />Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται [[αμέσως]] [[μετά]] τον πρώτο (σε [[διαδοχή]] χρόνου) (α. «τερμάτισε [[δεύτερος]]» β. «γεννήθηκε [[δεύτερος]]» γ. «[[δεύτερος]] αὖ προΐει [[ἔγχος]]» — έσυρε [[δεύτερος]] το [[ξίφος]])<br /><b>2.</b> όμοιος με κάποιον άλλον ή αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον (α. «στάθηκε [[δεύτερος]] [[πατέρας]] του» β. «ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί» — [[επτά]] σοφοί που μπορεί να συγκριθούν με τους γνωστούς [[επτά]] σοφούς)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που κατέχει (ή θεωρείται ότι κατέχει) την [[αμέσως]] επόμενη [[θέση]] [[μετά]] τον πρώτο ως [[προς]] την [[αξία]], την [[τιμή]] ή την [[επιτυχία]]<br />(«ήρθε [[δεύτερος]] στις εξετάσεις», «[[μέχρι]] στιγμής το [[κόμμα]] έρχεται δεύτερο στις εκλογές», «να κάθεται [[δεύτερος]] ἀπὸ τὸν [[βασιλέα]]», (ρωτούσε ο Κροίσος τον Σόλωνα) «[[τίνα]] δεύτερον μετ' ἐκεῑνον [[ἴδοι]]»)<br /><b>4.</b> όποιος έχει μικρότερη [[αξία]] ή [[σημασία]] σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]] (α. «δεν αγοράζει ακριβά ρούχα, παίρνει από τα [[δεύτερα]]», «δεύτερο [[πράμα]]» — δεύτερης, κατώτερης ποιότητας<br />β. «καὶ κάμνει ἄλλα ὑψηλὰ καὶ [[δεύτερα]] καὶ τρίτα» γ. «πρὸς τὰ χρήματα θνητοῑσι τἄλλα [[δεύτερα]]» — όλα θεωρούνται κατώτερης σημασίας αν συγκριθούν [[προς]] την [[περιουσία]])<br /><b>5.</b> (για ηγεμόνες και αρχιερείς με το ίδιο όνομα) Θεοδόσιος ο Β' (Δεύτερος), Αικατερίνη η Β' (Δευτέρα), Γεώργιος ο (Β') (Δεύτερος)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «η Δευτέρα Παρουσία» — η Ημέρα της Κρίσεως, ο [[ερχομός]] του Χριστού ως κριτή [[πλέον]] για να κρίνει οριστικά τον κόσμο<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η Δευτέρα</i><br />η δεύτερη [[μέρα]] της εβδομάδας [[μετά]] την [[Κυριακή]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δεύτερο [[χέρι]]», «[[δευτέρα]] [[χειρ]]» — ο [[διορθωτής]] χειρογράφων ή κωδίκων αρχαίων κειμένων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Δεύτερος</i> ή «ο [[άγιος]] Δεύτερος» — [[κληρικός]] ή [[μοναχός]] που κατέχει τη δεύτερη τιμητική [[θέση]] στην [[ιεραρχία]] [[μετά]] τον ηγούμενο, τον πρωτο πρεσβύτερο ή τον αρχιδιάκονο, ο «δευτερεύων»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δευτερότοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δεύτερο [[χέρι]]» — για [[επανάληψη]] σε ελαιοχρωματισμούς, οικοδομικές ή άλλες εργασίες<br />β) «πληροφορίες από δεύτερο [[χέρι]]» — έμμεσες πληροφορίες, όχι από την αρχική τους [[πηγή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεύτερο</i><br />α) το μισό από δύο ίσα μέρη, το ένα δεύτερο<br />β) το [[δευτερόλεπτο]], το ένα εξηκοστό του λεπτού της ώρας («δύο [[πρώτα]] και [[σαράντα]] [[δεύτερα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Δευτέρα</i><br />η Δευτέρα Παρουσία<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>δεύτερον</i> ή «το δεύτερον» <br />α) δυο φορές<br />β) για δεύτερη [[φορά]], [[ξανά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[δυσμενής]], ο [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προς]] δεύτερον» — για δεύτερη [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τὴν Ἀμαζόνα εὗρε δευτέρην αὐτὴν ὑπομένουσαν» — βρήκε [[επίσης]] και την Αμαζόνα, [[μαζί]] του ήταν και η Αναζίνα)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δευτέρα]] [[ταφή]]» — το [[φέρετρο]]<br />β) «[[δεύτερος]] πλοῡς» — [[δεύτερος]] [[τρόπος]] ενέργειας αν δεν πετύχει ο [[πρώτος]]<br />γ) «[[δεύτερος]] [[αριθμός]]» — [[αριθμός]] του οποίου οι συντελεστές [[είναι]] μονοί<br /><b>3.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ [[δεύτερα]]<br />α) «τα δευτερεῑα», η δεύτερη [[θέση]] σε αγώνα<br />β) το ύστερο της [[γέννας]]<br /><b>4.</b> (ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ [[δεύτερα]]<br />για δεύτερη [[φορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δεύτερα]] (AM [[δεύτερα]] και [[δευτέρως]])<br /><b>1.</b> για δεύτερη [[φορά]], εκ νέου, [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] δεύτερο λόγο, σε δεύτερη [[θέση]]<br /><b>3.</b> [[κατόπιν]], [[έπειτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δεύτερος]], με τη [[σημασία]] «[[εκείνος]] από τους δύο που βρίσκεται [[πίσω]], ο [[υποδεέστερος]]», προέρχεται από θ. <i>δευ</i>- του [[δεύομαι]] (<b>βλ. λ.</b> <i>δέω</i> II) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τερος</i>, δηλωτικό του συγκριτικού. (Η [[σύνδεση]] του [[δεύτερος]] με το <i>δύο</i> οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]). Ο τ. [[δεύτερος]] ως α</i>' συνθετικό με την [[μορφή]] <i>δευτερο</i>- εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δευτεραγωνιστής]], [[δευτερουργός]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δευτερεύω]], [[δευτερώνω]] (AM [[δευτερώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[δευτεραίος]], [[δευτερείος]], [[δευτεριάζω]], [[δευτερίας]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δευτέριος]], [[δευτερώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δευτεράριος]], [[δευτερότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δευτέρι</i>, [[δευτεριά]], [[δευτερίζω]], [[δευτερότερος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[δευτεραγωνιστής]], [[δευτερογαμία]], [[δευτερογενής]], [[δευτερόκλιτος]], [[Δευτερονόμιο]], [[δευτεροταγής]], [[δευτερότοκος]] <b>αρχ.</b> [[δευτερέσχατος]], [[δευτεροβόλος]], [[δευτερόγονος]], [[δευτεροδεκάτη]], [[δευτεροκοιτώ]], [[δευτερολόγος]], [[δευτεροστάτης]], <i>δευτεροστρατηλατιανοί</i>, [[δευτερόσχετος]], [[δευτερουργής]], [[δευτερουργός]], [[δευτερούχος]], <i>δευτερόφωτος</i>, [[δευτεροχύται]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δευτερογαμώ]], [[δευτερόπρωτον]], [[δευτεροτόκος]], [[δευτεροφανώς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δευτεροελάτης]], <i>δευτεροευλογημένος</i>, <i>δευτεροτετραδοπαρασκευή</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δευτερόγαμος]], [[δευτερόλεπτο]], [[δευτερότριτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δευτεροανωμαλία</i>, [[δευτερανωπία]], [[δευτεροβάθμιος]], [[δευτερογένεια]], [[δευτερόγεννη]], [[δευτερογιαγέρνω]], [[δευτερογιούνης]], [[δευτεροδιαλαλώ]], [[δευτεροετής]], [[Δευτεροκανονικά]], [[δευτερόκλαδος]], [[δευτερολεμβίτης]], [[δευτερομιγής]], [[δευτερομύκητες]], [[δευτεροπαθής]], <i>δευτεροπαντρεύομαι</i>, [[δευτεροπατέρας]], [[δευτεροπατημένος]], [[δευτερόπλασμα]], [[δευτεροπρόσωπος]], [[δευτεροσκοπία]], [[δευτεροστόμια]], [[δευτεροτρέχω]], [[δευτεροχτυπώ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm