Anonymous

πέντε: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, αιολ. τ. [[πέμπε]] Α<br /><b>άκλ.</b> απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την [[ποσότητα]] που προκύπτει όταν σε [[τέσσερεις]] μονάδες προστεθεί [[άλλη]] μία, [[καθώς]] και το σύμβολό του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) <i>το [[πέντε]]<br />[[καθετί]] που φέρει αυτόν τον αριθμό («δουλεύει στο [[πέντε]] [[γραφείο]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[χρονολογία]], ώρα ή [[ηλικία]] χρησιμοποιείται ως τακτικό αριθμητικό) [[πέμπτος]] («[[είναι]] στα [[πέντε]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έμεινε στους [[πέντε]] δρόμους» — έμεινε εντελώς [[μόνος]] και εγκαταλελειμμένος ή έχασε [[κάθε]] περιουσιακό [[στοιχείο]] που είχε<br />β) «του [[πάει]] [[πέντε]] [[πέντε]]» — φοβάται πολύ<br />γ) «νά σου [[πέντε]] κι άλλα [[πέντε]]» — [[έκφραση]] η οποία συνοδεύει [[χειρονομία]] δυσφορίας ή αποδοκιμασίας<br />δ) «η [[ομάδα]] τών [[πέντε]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ομάδα]] [[πέντε]] Ρώσων συνθετών οι οποίοι το 1875 [[περίπου]] ένωσαν τις δυνάμεις τους για τη [[δημιουργία]] μιας αληθινά εθνικής σχολής στη ρωσική [[μουσική]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[κάλλιο]] [[πέντε]] και στο [[χέρι]] [[παρά]] [[δέκα]] και [[καρτέρι]]» — λέγεται για να δηλώσει το [[γεγονός]] ότι [[είναι]] προτιμότερα τα [[λίγα]] και τα εξασφαλισμένα από τα [[πολλά]], τα οποία όμως θεωρούνται αβέβαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Πυθαγορείους) ο [[γάμος]]<br /><b>2.</b> (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ [[πέντε]]<br />το [[πένταθλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>penk</i><sup>w</sup><i>e</i> «[[πέντε]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>panca</i>, αβεστ. <i>panča</i>, αρμεν. <i>hing</i>, λατ. <i>qu</i><i>ī</i><i>nque</i>, λιθουαν. <i>penki</i>, γερμ. <i>funf</i>. Κατά μία [[άποψη]], οι τ. αυτοί μπορούν να συνδεθούν με λ. που έχουν τη σημ. «[[γροθιά]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>f</i><i>ū</i><i>st</i>, αρχ. σλαβ. <i>penstĭ</i>). Ο τ. [[πέμπε]] έχει προέλθει από διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] του χειλοϋπερωικού φθόγγου στην αιολική διάλεκτο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πεντάδα]](-<i>άς</i>), [[πεντάκις]], [[πέμπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πεμπάζω]], [[πενταξός]], [[πένταχα]], [[πεντάχα]], [[πενταχή]], [[πενταχού]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πενταχώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πεντάρα]], [[πεντάρι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (για σύνθ. με α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-)].
|mltxt=ΝΑ, αιολ. τ. [[πέμπε]] Α<br /><b>άκλ.</b> απόλυτο αριθμητικό το οποίο δηλώνει την [[ποσότητα]] που προκύπτει όταν σε [[τέσσερεις]] μονάδες προστεθεί [[άλλη]] μία, [[καθώς]] και το σύμβολό του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με άρθρ. ουδ. ως ουσ.) <i>το [[πέντε]]<br />[[καθετί]] που φέρει αυτόν τον αριθμό («δουλεύει στο [[πέντε]] [[γραφείο]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[χρονολογία]], ώρα ή [[ηλικία]] χρησιμοποιείται ως τακτικό αριθμητικό) [[πέμπτος]] («[[είναι]] στα [[πέντε]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έμεινε στους [[πέντε]] δρόμους» — έμεινε εντελώς [[μόνος]] και εγκαταλελειμμένος ή έχασε [[κάθε]] περιουσιακό [[στοιχείο]] που είχε<br />β) «του [[πάει]] [[πέντε]] [[πέντε]]» — φοβάται πολύ<br />γ) «νά σου [[πέντε]] κι άλλα [[πέντε]]» — [[έκφραση]] η οποία συνοδεύει [[χειρονομία]] δυσφορίας ή αποδοκιμασίας<br />δ) «η [[ομάδα]] τών [[πέντε]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ομάδα]] [[πέντε]] Ρώσων συνθετών οι οποίοι το 1875 [[περίπου]] ένωσαν τις δυνάμεις τους για τη [[δημιουργία]] μιας αληθινά εθνικής σχολής στη ρωσική [[μουσική]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[κάλλιο]] [[πέντε]] και στο [[χέρι]] [[παρά]] [[δέκα]] και [[καρτέρι]]» — λέγεται για να δηλώσει το [[γεγονός]] ότι [[είναι]] προτιμότερα τα [[λίγα]] και τα εξασφαλισμένα από τα [[πολλά]], τα οποία όμως θεωρούνται αβέβαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Πυθαγορείους) ο [[γάμος]]<br /><b>2.</b> (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ [[πέντε]]<br />το [[πένταθλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>penk</i><sup>w</sup><i>e</i> «[[πέντε]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>panca</i>, αβεστ. <i>panča</i>, αρμεν. <i>hing</i>, λατ. <i>qu</i><i>ī</i><i>nque</i>, λιθουαν. <i>penki</i>, γερμ. <i>funf</i>. Κατά μία [[άποψη]], οι τ. αυτοί μπορούν να συνδεθούν με λ. που έχουν τη σημ. «[[γροθιά]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>f</i><i>ū</i><i>st</i>, αρχ. σλαβ. <i>penstĭ</i>). Ο τ. [[πέμπε]] έχει προέλθει από διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] του χειλοϋπερωικού φθόγγου στην αιολική διάλεκτο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πεντάδα]](-<i>άς</i>), [[πεντάκις]], [[πέμπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πεμπάζω]], [[πενταξός]], [[πένταχα]], [[πεντάχα]], [[πενταχή]], [[πενταχού]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πενταχώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πεντάρα]], [[πεντάρι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (για σύνθ. με α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm