3,276,318
edits
(9) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[δηλητήριος]], -ον)<br />[[ουσία]] που δηλητηριάζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που προξενεί [[φθορά]] στον οργανισμό («ο [[καπνός]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που έχει έντονα πικρή [[γεύση]] («αυτός ο [[καφές]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>3.</b> για ιδέες, θεωρίες, λόγους, που συνεπάγονται δυσάρεστα αποτελέσματα («το [[δηλητήριο]] της [[συκοφαντίας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]] («δηλητήρια φάρμακα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=το (AM [[δηλητήριος]], -ον)<br />[[ουσία]] που δηλητηριάζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που προξενεί [[φθορά]] στον οργανισμό («ο [[καπνός]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] τι που έχει έντονα πικρή [[γεύση]] («αυτός ο [[καφές]] [[είναι]] [[δηλητήριο]]»)<br /><b>3.</b> για ιδέες, θεωρίες, λόγους, που συνεπάγονται δυσάρεστα αποτελέσματα («το [[δηλητήριο]] της [[συκοφαντίας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[επιβλαβής]] («δηλητήρια φάρμακα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[δηλητήριον]]<br />το [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δηλέομαι]] (Ι) [[κατά]] το αντίθετο του [[σωτήριος]] και όχι από το σπάνιο [[δηλητήρ]]. | ||
}} | }} |