Anonymous

υγρός: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [["
(42)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑγρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ά και [[ογρός]], -ή, -ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α<br /><b>1.</b> [[υδατώδης]] (α. «[[υγρό]] [[στοιχείο]]» — η [[θάλασσα]] και, γενικότερα, τα νερά<br />β. «ὅ σφωϊν [[μάλα]] [[πολλάκις]] ὑγρὸν [[ἔλαιον]] χαιτάων κατέχευε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ενέχει [[υγρασία]], [[γεμάτος]] υδρατμούς (α. «η [[ατμόσφαιρα]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]] [[είναι]] πολλή υγρή» β. «γενομένη νὺξ ὑγρὰ [[διαφερόντως]] γῆς αὐτὴν ψιλὴν περιτήξασα πεποίηκε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διάβροχος]], βρεγμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[υγρό]]<br />α) <b>φυσ.</b> [[σώμα]] που βρίσκεται σε υγρά [[κατάσταση]], δεν [[είναι]] πρακτικά συμπιεστό και έχει, υπό δεδομένη [[θερμοκρασία]], ορισμένον όγκο, όχι όμως και ορισμένο [[σχήμα]], λαμβάνοντας [[κάθε]] [[φορά]] το [[σχήμα]] του δοχείου στο οποίο περιέχεται<br />β) [[κάθε]] υδαρές συστατικό του οργανισμού, που [[είτε]] πληρεί τις διάφορες κοιλότητες του ή εκκρίνεται από διάφορους αδένες, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[αίμα]], η [[λέμφος]], το [[γάλα]] ή το γαστρικό [[υγρό]], [[είτε]] αποβάλλεται από τον οργανισμό, όπως [[είναι]] λ.χ. ο [[ιδρώτας]] ή τα [[ούρα]]<br />2) <b>φρ.</b> α) «υγρά [[κατάσταση]] της ύλης»<br /><b>φυσ.</b> [[κατάσταση]] της ύλης ενδιάμεση [[μεταξύ]] της στερεάς και της αέριας, που προσομοιάζει με την πρώτη ως [[προς]] την [[πυκνότητα]] και την ασυμπιεστότητα και με τη δεύτερη ως [[προς]] τη [[ρευστότητα]]<br />β) «υγρά σύμφωνα»<br /><b>γραμμ.</b> οι φθόγγοι λ και ρ<br />γ) «υγρή [[οδός]]»<br /><b>χημ.</b> [[τρόπος]] πραγματοποίησης μιας χημικής αντίδρασης [[κατά]] τον οποίο τα αντιδρώντα σώματα [[είναι]] διαλυμένα σε έναν διαλύτη, λ.χ. στο [[νερό]]<br />δ) «[[υγρό]] [[κλίμα]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το [[κλίμα]] μιας περιοχής [[πάνω]] από την οποία η [[ατμόσφαιρα]] περιέχει σημαντική [[ποσότητα]] υγρασίας<br />ε) «πυρηνικό [[πρότυπο]] υγρής σταγόνας» ή «πυρηνικό [[πρότυπο]] σταγόνας υγρού»<br /><b>φυσ.</b> [[θεωρία]] που διατυπώθηκε το 1936 και χρησιμοποιήθηκε αργότερα για την [[περιγραφή]] της δομής τών ατομικών πυρήνων και για την [[ερμηνεία]] της πυρηνικής σχάσης και σύμφωνα με την οποία τα νουκλεόνια συμπεριφέρονται όπως τα μόρια σε μια [[σταγόνα]] υγρού<br />στ) «[[υγρός]] [[θάλαμος]]»<br />(βοτ.-μικρβλ.) [[κλειστός]] [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο μπορεί να επιτευχθεί [[ατμόσφαιρα]] υψηλής σχετικής υγρασίας<br />ζ) «[[υγρός]] [[κρύσταλλος]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> <b>βλ.</b> [[κρύσταλλος]]<br />η) «παθολογικά υγρά»<br /><b>ιατρ.</b> υγρά που αναπτύσσονται με τη [[μορφή]] εξιδρώματος ή διιδρώματος [[μέσα]] σε κοιλότητες του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις<br />θ) «αμνιακό [ή ενάμνιο] [[υγρό]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[αμνιακός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[υγρό]](ν) πυρ» — <b>βλ.</b> <i>πυρ</i><br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απαλός]], [[τρυφερός]] («ὑγρὸν [[βρέφος]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[ποίηση]]) [[υδρόβιος]] (α. «θῆρες ὑγροί», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «ὄρνιθες οἱ ὑγροί», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (για κενώσεις) [[υδαρής]], [[νερουλός]]<br /><b>3.</b> (για ουσίες) [[πλαδαρός]], [[μαλακός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]] («[[ὑγρός]] ἔστι καὶ πηδᾷ [[πόρρω]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) ([[κυρίως]] για [[μέλη]] του σώματος) εξασθενημένος, [[αδύναμος]] («κἀπιθεὶς ὑγρὸν [[χέρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) i) μεθυσμένος<br />ii) αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] ζάλης («ἡ [[διάνοια]] ὑγρὰ γεγενημένη», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) (για τα μάτια ή για το [[βλέμμα]]) αυτός που φανερώνει ερωτικό πόθο<br />ε) (για λεκτικό ύφος) αυτός που ρέει ομαλά και [[αβίαστα]]<br />στ) (για πρόσ. ή για διαθέσεις) i) [[ήπιος]]<br />ii) [[υποχωρητικός]], [[ενδοτικός]]<br />iii) [[μαλθακός]]<br />iv) [[φιλήδονος]], [[ηδυπαθής]]<br />ζ) (για τα φωνήεντα <i>α</i>, <i>ι</i>, <i>υ</i>) [[δίχρονος]], αυτός που [[είναι]] [[άλλοτε]] [[μακρός]] και [[άλλοτε]] [[βραχύς]] ως [[προς]] την [[ποσότητα]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ὑγρά]] και <i>ὑγρή</i><br />η [[θάλασσα]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[νερό]]<br />β) διάβροχο [[μέρος]]<br />γ) [[ενδοτικός]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>7.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) η [[υγρασία]]<br /><b>8.</b> (το ουσ. ως επίρρ.) <i>ὑγρόν</i><br />σε υγρή [[κατάσταση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[ὑγρά]]<br /><b>γραμμ.</b> τα υγρά σύμφωνα<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑγρὰ κέλευθα»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[επιφάνεια]] της θάλασσας και, κατ' επέκτ., η [[θάλασσα]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) «[[μέτρα]] υγρὰ καὶ [[ξηρά]]» — [[μέτρα]] [[κατάλληλα]] για τη [[μέτρηση]] υγρών και στερεών (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «ὑγρὸς [[σφυγμός]]» — [[υπόκωφος]] [[σφυγμός]] (<b>Γαλ.</b>)<br />δ) «ὑγρὸς κεῑμαι» — [[είμαι]] ξαπλωμένος με [[άνεση]] και [[ησυχία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτόν που [[είναι]] [[τεντωμένος]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />ε) «ὑγρὸς [[πόθος]]» — σφοδρή ερωτική [[επιθυμία]] ('Υμν. <b>Ομ.</b>)<br />στ) «ὑγρὸν [[ἔλαιον]]» — το [[ελαιόλαδο]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υγρώς]] / <i>ὑγρῶς</i>, ΝΜΑ<br />σε υγρή, υδατώδη [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευκινησία]], με [[ευκαμψία]]<br /><b>2.</b> με [[βλέμμα]] που φανερώνει σφοδρό ερωτικό [[πάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το επίθ. <i>ὑ</i>-<i>γρός</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>weg</i><sup>w</sup>- / <i>wg</i><sup>w</sup>- «[[υγρός]]» και συνδέεται με αρχ. νορβ. <i>vokr</i>, αρχ. γερμ. <i>wakwa</i>-, λατ. <i>uvidus</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[υγραίνω]], [[υγρότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υγράζω]], [[υγρηδών]], [[υγρώσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ύγρωμα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>υγρόδιος</i>, [[υγρόμετρο]](<i>ν</i>), [[υγρόμορφος]], [[υγρόπισσα]], [[υγρόσαρκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υγρέμπλαστρον]], [[υγροβάτραχος]], [[υγροβατώ]], [[υγρόβηξ]], [[υγροβόλος]], [[υγρόγελως]], [[υγροθηρική]], [[υγροκαμπής]], [[υγροκέφαλος]], [[υγροκιρσοκήλη]], [[υγροκοίλιος]], [[υγροκόμος]], [[υγρολειχήν]], [[υγρόλιθος]], [[υγρομαντεία]], [[υγρομελής]], [[υγρομέτωπος]], [[υγρόμυρον]], [[υγρόνους]], [[υγροπερίβολος]], [[υγροπόρευτος]], [[υγροπυρινόψυχρος]], [[υγρορροώ]], [[υγρόσπερμος]], [[υγροτράχηλος]], [[υγροτροφικός]], [[υγροφανής]], [[υγρόφθαλμος]], [[υγρόφθογγος]], [[υγροφοίνιξ]], [[υγρόφοιτος]], [[υγροφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υγροβαφής]], <i>υγρογόνος</i>, [[υγροκέλευθος]], [[υγροκολλούρια]], [[υγρομανής]], [[υγρομέδων]], [[υγρόμοθος]], [[υγρονόμος]], [[υγροπαγής]], [[υγροποιός]], [[υγροπόρος]], [[υγροσκελής]], [[υγροτόκος]], [[υγροφόρητος]], [[υγροφόρος]], [[υγροχίτων]], [[υγρόχρους]], [[υγρόχυτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υγροδίαιτος]], [[υγρόθερμος]], [[υγρολάξευτος]], [[υγρόπλους]], [[υγροσαΐτης]], [[υγροστίβητος]], [[υγρόστομος]], [[υγρόφλοιος]], [[υγρόφυρτος]], [[υγροχαίτης]], [[υγρόχερσος]], [[υγροχεύμων]], [[υγρώπις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υγραέριο]], [[υγροβλεφαρίτιδα]], [[υγροκέλευθος]], [[υγρόληκτος]], [[υγρολογία]], [[υγρομετρία]], [[υγροπαθολογικός]], [[υγροσκοπία]], [[υγροσκόπιο]], [[υγροστάτης]], [[υγροσχαστικός]], [[υγροταξία]], [[υγροτροπισμός]], [[υγρόφιλος]]. (Β Συνθετικό) [[έφυγρος]], [[κάθυγρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίυγρος]], [[ένυγρος]], [[έξυγρος]], [[εύυγρος]], [[πάνυγρος]], [[πάρυγρος]], [[πολύυγρος]], [[υπέρυγρος]], <i>υπόυγρος</i> / <i>ύφυγρος</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑγρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ά και [[ογρός]], -ή, -ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α<br /><b>1.</b> [[υδατώδης]] (α. «[[υγρό]] [[στοιχείο]]» — η [[θάλασσα]] και, γενικότερα, τα νερά<br />β. «ὅ σφωϊν [[μάλα]] [[πολλάκις]] ὑγρὸν [[ἔλαιον]] χαιτάων κατέχευε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ενέχει [[υγρασία]], [[γεμάτος]] υδρατμούς (α. «η [[ατμόσφαιρα]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]] [[είναι]] πολλή υγρή» β. «γενομένη νὺξ ὑγρὰ [[διαφερόντως]] γῆς αὐτὴν ψιλὴν περιτήξασα πεποίηκε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διάβροχος]], βρεγμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[υγρό]]<br />α) <b>φυσ.</b> [[σώμα]] που βρίσκεται σε υγρά [[κατάσταση]], δεν [[είναι]] πρακτικά συμπιεστό και έχει, υπό δεδομένη [[θερμοκρασία]], ορισμένον όγκο, όχι όμως και ορισμένο [[σχήμα]], λαμβάνοντας [[κάθε]] [[φορά]] το [[σχήμα]] του δοχείου στο οποίο περιέχεται<br />β) [[κάθε]] υδαρές συστατικό του οργανισμού, που [[είτε]] πληρεί τις διάφορες κοιλότητες του ή εκκρίνεται από διάφορους αδένες, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[αίμα]], η [[λέμφος]], το [[γάλα]] ή το γαστρικό [[υγρό]], [[είτε]] αποβάλλεται από τον οργανισμό, όπως [[είναι]] λ.χ. ο [[ιδρώτας]] ή τα [[ούρα]]<br />2) <b>φρ.</b> α) «υγρά [[κατάσταση]] της ύλης»<br /><b>φυσ.</b> [[κατάσταση]] της ύλης ενδιάμεση [[μεταξύ]] της στερεάς και της αέριας, που προσομοιάζει με την πρώτη ως [[προς]] την [[πυκνότητα]] και την ασυμπιεστότητα και με τη δεύτερη ως [[προς]] τη [[ρευστότητα]]<br />β) «υγρά σύμφωνα»<br /><b>γραμμ.</b> οι φθόγγοι λ και ρ<br />γ) «υγρή [[οδός]]»<br /><b>χημ.</b> [[τρόπος]] πραγματοποίησης μιας χημικής αντίδρασης [[κατά]] τον οποίο τα αντιδρώντα σώματα [[είναι]] διαλυμένα σε έναν διαλύτη, λ.χ. στο [[νερό]]<br />δ) «[[υγρό]] [[κλίμα]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> το [[κλίμα]] μιας περιοχής [[πάνω]] από την οποία η [[ατμόσφαιρα]] περιέχει σημαντική [[ποσότητα]] υγρασίας<br />ε) «πυρηνικό [[πρότυπο]] υγρής σταγόνας» ή «πυρηνικό [[πρότυπο]] σταγόνας υγρού»<br /><b>φυσ.</b> [[θεωρία]] που διατυπώθηκε το 1936 και χρησιμοποιήθηκε αργότερα για την [[περιγραφή]] της δομής τών ατομικών πυρήνων και για την [[ερμηνεία]] της πυρηνικής σχάσης και σύμφωνα με την οποία τα νουκλεόνια συμπεριφέρονται όπως τα μόρια σε μια [[σταγόνα]] υγρού<br />στ) «[[υγρός]] [[θάλαμος]]»<br />(βοτ.-μικρβλ.) [[κλειστός]] [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο μπορεί να επιτευχθεί [[ατμόσφαιρα]] υψηλής σχετικής υγρασίας<br />ζ) «[[υγρός]] [[κρύσταλλος]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> <b>βλ.</b> [[κρύσταλλος]]<br />η) «παθολογικά υγρά»<br /><b>ιατρ.</b> υγρά που αναπτύσσονται με τη [[μορφή]] εξιδρώματος ή διιδρώματος [[μέσα]] σε κοιλότητες του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις<br />θ) «αμνιακό [ή ενάμνιο] [[υγρό]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[αμνιακός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[υγρό]](ν) πυρ» — <b>βλ.</b> <i>πυρ</i><br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απαλός]], [[τρυφερός]] («ὑγρὸν [[βρέφος]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[ποίηση]]) [[υδρόβιος]] (α. «θῆρες ὑγροί», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «ὄρνιθες οἱ ὑγροί», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (για κενώσεις) [[υδαρής]], [[νερουλός]]<br /><b>3.</b> (για ουσίες) [[πλαδαρός]], [[μαλακός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]] («[[ὑγρός]] ἔστι καὶ πηδᾷ [[πόρρω]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) ([[κυρίως]] για [[μέλη]] του σώματος) εξασθενημένος, [[αδύναμος]] («κἀπιθεὶς ὑγρὸν [[χέρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) i) μεθυσμένος<br />ii) αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] ζάλης («ἡ [[διάνοια]] ὑγρὰ γεγενημένη», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) (για τα μάτια ή για το [[βλέμμα]]) αυτός που φανερώνει ερωτικό πόθο<br />ε) (για λεκτικό ύφος) αυτός που ρέει ομαλά και [[αβίαστα]]<br />στ) (για πρόσ. ή για διαθέσεις) i) [[ήπιος]]<br />ii) [[υποχωρητικός]], [[ενδοτικός]]<br />iii) [[μαλθακός]]<br />iv) [[φιλήδονος]], [[ηδυπαθής]]<br />ζ) (για τα φωνήεντα <i>α</i>, <i>ι</i>, <i>υ</i>) [[δίχρονος]], αυτός που [[είναι]] [[άλλοτε]] [[μακρός]] και [[άλλοτε]] [[βραχύς]] ως [[προς]] την [[ποσότητα]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ὑγρά]] και <i>ὑγρή</i><br />η [[θάλασσα]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[νερό]]<br />β) διάβροχο [[μέρος]]<br />γ) [[ενδοτικός]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>7.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) η [[υγρασία]]<br /><b>8.</b> (το ουσ. ως επίρρ.) <i>ὑγρόν</i><br />σε υγρή [[κατάσταση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ὑγρά]]<br /><b>γραμμ.</b> τα υγρά σύμφωνα<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑγρὰ κέλευθα»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[επιφάνεια]] της θάλασσας και, κατ' επέκτ., η [[θάλασσα]] (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) «[[μέτρα]] υγρὰ καὶ [[ξηρά]]» — [[μέτρα]] [[κατάλληλα]] για τη [[μέτρηση]] υγρών και στερεών (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «ὑγρὸς [[σφυγμός]]» — [[υπόκωφος]] [[σφυγμός]] (<b>Γαλ.</b>)<br />δ) «ὑγρὸς κεῑμαι» — [[είμαι]] ξαπλωμένος με [[άνεση]] και [[ησυχία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτόν που [[είναι]] [[τεντωμένος]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />ε) «ὑγρὸς [[πόθος]]» — σφοδρή ερωτική [[επιθυμία]] ('Υμν. <b>Ομ.</b>)<br />στ) «ὑγρὸν [[ἔλαιον]]» — το [[ελαιόλαδο]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υγρώς]] / <i>ὑγρῶς</i>, ΝΜΑ<br />σε υγρή, υδατώδη [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευκινησία]], με [[ευκαμψία]]<br /><b>2.</b> με [[βλέμμα]] που φανερώνει σφοδρό ερωτικό [[πάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το επίθ. <i>ὑ</i>-<i>γρός</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>weg</i><sup>w</sup>- / <i>wg</i><sup>w</sup>- «[[υγρός]]» και συνδέεται με αρχ. νορβ. <i>vokr</i>, αρχ. γερμ. <i>wakwa</i>-, λατ. <i>uvidus</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[υγραίνω]], [[υγρότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υγράζω]], [[υγρηδών]], [[υγρώσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ύγρωμα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>υγρόδιος</i>, [[υγρόμετρο]](<i>ν</i>), [[υγρόμορφος]], [[υγρόπισσα]], [[υγρόσαρκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υγρέμπλαστρον]], [[υγροβάτραχος]], [[υγροβατώ]], [[υγρόβηξ]], [[υγροβόλος]], [[υγρόγελως]], [[υγροθηρική]], [[υγροκαμπής]], [[υγροκέφαλος]], [[υγροκιρσοκήλη]], [[υγροκοίλιος]], [[υγροκόμος]], [[υγρολειχήν]], [[υγρόλιθος]], [[υγρομαντεία]], [[υγρομελής]], [[υγρομέτωπος]], [[υγρόμυρον]], [[υγρόνους]], [[υγροπερίβολος]], [[υγροπόρευτος]], [[υγροπυρινόψυχρος]], [[υγρορροώ]], [[υγρόσπερμος]], [[υγροτράχηλος]], [[υγροτροφικός]], [[υγροφανής]], [[υγρόφθαλμος]], [[υγρόφθογγος]], [[υγροφοίνιξ]], [[υγρόφοιτος]], [[υγροφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υγροβαφής]], <i>υγρογόνος</i>, [[υγροκέλευθος]], [[υγροκολλούρια]], [[υγρομανής]], [[υγρομέδων]], [[υγρόμοθος]], [[υγρονόμος]], [[υγροπαγής]], [[υγροποιός]], [[υγροπόρος]], [[υγροσκελής]], [[υγροτόκος]], [[υγροφόρητος]], [[υγροφόρος]], [[υγροχίτων]], [[υγρόχρους]], [[υγρόχυτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υγροδίαιτος]], [[υγρόθερμος]], [[υγρολάξευτος]], [[υγρόπλους]], [[υγροσαΐτης]], [[υγροστίβητος]], [[υγρόστομος]], [[υγρόφλοιος]], [[υγρόφυρτος]], [[υγροχαίτης]], [[υγρόχερσος]], [[υγροχεύμων]], [[υγρώπις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υγραέριο]], [[υγροβλεφαρίτιδα]], [[υγροκέλευθος]], [[υγρόληκτος]], [[υγρολογία]], [[υγρομετρία]], [[υγροπαθολογικός]], [[υγροσκοπία]], [[υγροσκόπιο]], [[υγροστάτης]], [[υγροσχαστικός]], [[υγροταξία]], [[υγροτροπισμός]], [[υγρόφιλος]]. (Β Συνθετικό) [[έφυγρος]], [[κάθυγρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίυγρος]], [[ένυγρος]], [[έξυγρος]], [[εύυγρος]], [[πάνυγρος]], [[πάρυγρος]], [[πολύυγρος]], [[υπέρυγρος]], <i>υπόυγρος</i> / <i>ύφυγρος</i>].
}}
}}