3,274,216
edits
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στενός:''' Ιων. [[στεινός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i> ([[στένω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στενός]] περιορισμένος, με μικρό [[πλάτος]], [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>ἐν στενῷ</i>, Ιων. <i>στεινῷ</i>, σε [[στενή]] [[περιοχή]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., | |lsmtext='''στενός:''' Ιων. [[στεινός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i> ([[στένω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στενός]] περιορισμένος, με μικρό [[πλάτος]], [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>ἐν στενῷ</i>, Ιων. <i>στεινῷ</i>, σε [[στενή]] [[περιοχή]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., τὰ [[στενά]]</i>, [[στενή]] [[διάβαση]], <i>τὰ στενὰ</i> λέγεται για [[πέρασμα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για [[θάλασσα]], σε Θουκ.· επίσης, ἡ [[στενή]], [[στενή]] [[λωρίδα]] γης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.·<br /><b class="num">1.</b> [[στενός]], [[περίκλειστος]], περιορισμένος· <i>απειληθῆναι ἐς στενόν</i>, στριμώχνομαι στη [[γωνία]], σε Ηρόδ.· <i>εἰς στενὸν κατακτῆναι</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[λιγοστός]], [[λίγος]], [[ελάχιστος]], [[μηδαμινός]], σε Πλάτ. Από τους αρχ. Ιων. τύπους [[στεινότερος]], <i>-ότατος</i>, προέρχονται οι ανώμ. Αττ. <i>στενότερος</i>, <i>-ότατος</i>· [[αλλά]] και το ομαλό <i>στενώτερος</i> επίσης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |