Anonymous

τίποτε: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>το [[" to "το [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τίποτα]] και [[τίποτις]] και τίποτσι και [[τίβοτας]] και τίβοτις και τίβοτσι και [[τίοτα]] και τίοτις Ν<br /><b>άκλ.</b> (αόρ. αντων.)<br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάτι]] (α. «έμαθες [[τίποτε]];» β. «έχεις [[τίποτε]] [[ψιλά]] [[πάνω]] σου;»)<br /><b>2.</b> [[κάτι]] σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη [[τίποτε]];»)<br /><b>3.</b> (σε αρνητ. φρ.) κανένα απολύτως, [[ούτε]] το ελάχιστο («δεν απάντησε [[τίποτε]]»)<br /><b>4.</b> χρησιμοποιείται ως φιλοφρονητική [[απάντηση]] σε εκφράσεις όπως: [[ευχαριστώ]] ή [[συγγνώμη]] («[[ευχαριστώ]] για το [[δώρο]] σου — [[παρακαλώ]]<br />[[τίποτε]]»)<br /><b>5.</b> (με το ουδ. άρθρ.) <i>το [[τίποτε]]<br />το ελάχιστο, το παραμικρό («αρπάζεται με το [[τίποτε]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλο]] [[τίποτε]]» — [[πάρα]] πολύ, με το [[παραπάνω]] («από δουλειά; [[άλλο]] [[τίποτε]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>τί ποτε</i> «τι [[άραγε]], τι [[τάχα]]» <b>βλ. λ.</b> Ο τ., ήδη από τη Μεσαιωνική, χρησιμοποιήθηκε με αόρ. σημ. για να δηλώσει [[κάτι]], [[οτιδήποτε]] ή [[κάτι]] σπουδαίο και με αρνητ. σημ. «κανένα, [[ούτε]] το ελάχιστο». Ο τ. [[τίποτα]] σχηματίστηκε από τον [[τίποτε]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[σήμερον]]: [[σήμερα]]) και ο τ. [[τίποτις]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> [[νωρίς]]). Οι τ., [[τέλος]], <i>τίποτσι</i>, [[τίβοτας]], [[τίοτα]] [[είναι]] διαλεκτικοί].
|mltxt=και [[τίποτα]] και [[τίποτις]] και τίποτσι και [[τίβοτας]] και τίβοτις και τίβοτσι και [[τίοτα]] και τίοτις Ν<br /><b>άκλ.</b> (αόρ. αντων.)<br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάτι]] (α. «έμαθες [[τίποτε]];» β. «έχεις [[τίποτε]] [[ψιλά]] [[πάνω]] σου;»)<br /><b>2.</b> [[κάτι]] σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη [[τίποτε]];»)<br /><b>3.</b> (σε αρνητ. φρ.) κανένα απολύτως, [[ούτε]] το ελάχιστο («δεν απάντησε [[τίποτε]]»)<br /><b>4.</b> χρησιμοποιείται ως φιλοφρονητική [[απάντηση]] σε εκφράσεις όπως: [[ευχαριστώ]] ή [[συγγνώμη]] («[[ευχαριστώ]] για το [[δώρο]] σου — [[παρακαλώ]]<br />[[τίποτε]]»)<br /><b>5.</b> (με το ουδ. άρθρ.) το [[τίποτε]]<br />το ελάχιστο, το παραμικρό («αρπάζεται με το [[τίποτε]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλο]] [[τίποτε]]» — [[πάρα]] πολύ, με το [[παραπάνω]] («από δουλειά; [[άλλο]] [[τίποτε]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>τί ποτε</i> «τι [[άραγε]], τι [[τάχα]]» <b>βλ. λ.</b> Ο τ., ήδη από τη Μεσαιωνική, χρησιμοποιήθηκε με αόρ. σημ. για να δηλώσει [[κάτι]], [[οτιδήποτε]] ή [[κάτι]] σπουδαίο και με αρνητ. σημ. «κανένα, [[ούτε]] το ελάχιστο». Ο τ. [[τίποτα]] σχηματίστηκε από τον [[τίποτε]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[σήμερον]]: [[σήμερα]]) και ο τ. [[τίποτις]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> [[νωρίς]]). Οι τ., [[τέλος]], <i>τίποτσι</i>, [[τίβοτας]], [[τίοτα]] [[είναι]] διαλεκτικοί].
}}
}}
{{lsm
{{lsm